άπληστος
1ἄπληστος — insatiate masc/fem nom sg …
2άπληστος — η, ο (AM ἄπληστος, ον) [πίμπλημι] ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης …
3άπληστος — η, ο επίρρ. α αχόρταγος, πλεονέχτης: Ήταν υπερβολικά άπληστος· όλα τα ήθελε δικά του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ἄπληστος πίθος. — ἄπληστος πίθος. См. Бездонная бочка …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5ἀπληστότερον — ἄπληστος insatiate adverbial comp ἄπληστος insatiate masc acc comp sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc comp sg …
6ἀπληστοτέρων — ἄπληστος insatiate fem gen comp pl ἄπληστος insatiate masc/neut gen comp pl …
7ἀπληστότατα — ἄπληστος insatiate adverbial superl ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc superl pl …
8ἀπληστότατον — ἄπληστος insatiate masc acc superl sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc superl sg …
9ἀπλήστως — ἄπληστος insatiate adverbial ἄπληστος insatiate masc/fem acc pl (doric) …
10ἄπληστον — ἄπληστος insatiate masc/fem acc sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc sg …