άπληστος

  • 91φαταούλας — ο, Ν (με σκωπτική σημ.) 1. παμφάγος 2. αδηφάγος, άπληστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. φά(γε) τα ούλα] …

    Dictionary of Greek

  • 92φιλοκερδής — ές, ΝΑ αυτός που επιζητεί το υλικό κέρδος, κερδοσκόπος νεοελλ. πλεονέκτης, άπληστος, φιλοχρήματος αρχ. (το ουσ. ως ουσ.) τὸ φιλοκερδές·η φιλοκέρδεια. επίρρ... φιλοκερδώς Ν με φιλοκερδή, ιδιοτελή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κερδής (<… …

    Dictionary of Greek

  • 93φιλοκτήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους σαράντα μάρτυρες, που είναι γνωστοί ως οι τεσσαράκοντα (M’) μάρτυρες οι εν Σεβάστεια. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα, στη Σεβάστεια, επί Λικινίου (307 – 323). Πέθαναν με… …

    Dictionary of Greek

  • 94χάφτας — ο, θηλ. χάφτισσα, τ. αρσ. πληθ. χάφτες και χάφτηδες Ν 1. αυτός που χάφτει λαίμαργα το φαγητό του, λαίμαργος, χαφτανάς 2. μτφ. α) πνευματικά νωθρός, ανόητος β) εύπιστος γ) άπληστος, σφετεριστής δ) το θηλ. γυναίκα ελευθέριων ηθών που εκμεταλλεύεται …

    Dictionary of Greek

  • 95χαλδαίος — α, ο / χαλδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και χαρδαίος Ν (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) Χαλδαίος, Χαλδαία α) ο κάτοικος τής Χαλδαίας ή αυτός που κατάγεται από τη Χαλδαία β) Βαβυλώνιος νεοελλ. 1. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) Ιουδαίος, Εβραίος 2. μτφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 96χιράς — και χειράς, άδος, ἡ, Α ραγάδα, σκάσιμο, ιδίως τών χεριών και τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει την κατάλ. άς με περιληπτική σημ. (πρβλ. λιθ άς, νεκ άς), αλλά παραμένει δυσερμήνευτη ως προς το θ. και την προέλευσή της.… …

    Dictionary of Greek

  • 97Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο …

    Dictionary of Greek

  • 98Γκέρινγκ, Χέρμαν — (Hermann Göring, Ρόζενχαϊμ 1893 – Νυρεμβέργη 1946). Γερμανός πολιτικός. Σπούδασε οικονομικά στο Μόναχο και υπηρέτησε ως πιλότος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1921 προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα και έγινε γρήγορα ένας από τους ηγέτες του. Αφού… …

    Dictionary of Greek

  • 99Κιθαιρών — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς των Πλαταιών, από τον οποίο πήρε την ονομασία του το ομώνυμο γειτονικό βουνό. Βασίλευσε πριν από τον βασιλιά Ασωπό και φημιζόταν για τη σύνεση και τη σοφία του. Μάλιστα, αναφέρεται ότι συμβούλευσε τον ίδιο τον… …

    Dictionary of Greek

  • 100Πυθέας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ισχένοου από την Αίγινα. Κατά την περσική εισβολή, βρισκόταν μέσα στο πλοίο της Αίγινας που είχε τριήραχο τον Ασωνίδη. Όταν το πλοίο του κυριεύτηκε από τους Πέρσες, ο Π. έδειξε τόση γενναιότητα, ώστε… …

    Dictionary of Greek