άπληστος

  • 71λυπτά — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἑταίρα, πόρνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. lubdha «άπληστος, ακόρεστος» και λατ. lubet «μου αρέσει, επιθυμώ». Κατ άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, η αρχική μορφή τού τ. ήταν λύππα, μεταφορά… …

    Dictionary of Greek

  • 72μάργος — μάργος, ον, θηλ. και μάργη (Α) 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός («θυμὸς μάργος», Θέογν.) 2. (για άλογο) ορμητικός («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», Ομ. Επίγρ.) 3. (για κρασί) δυνατός («οἶνος δὲ oἱ ἔπλετο μάργος», Ησίοδ.) 4. μτφ. αισχρός, ασελγής,… …

    Dictionary of Greek

  • 73μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …

    Dictionary of Greek

  • 74μίσητος — μίσητος, ήτη, ον (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ακόλαστος, λάγνος, που έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες 2. (γενικά) άπληστος, ακόρεστος, αχόρταγος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισήτη η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισητός < μισῶ, με… …

    Dictionary of Greek

  • 75μεγαλοκαρχαρίας — ο μεγαλοεπιχειρηματίας άπληστος για κέρδη …

    Dictionary of Greek

  • 76μολοθρός — Όνομα μερικών πουλιών της οικογένειας των ικτεριδών, που είναι γνωστά και ως «ίκτερος των ποιμνίων». Το πιο γνωστό είδος είναι ο μ. ο μέλας (molothrus ater), μήκους 20 περίπου εκ. από τα οποία 8 καταλαμβάνει η ουρά με χρώματα όχι πολύ χτυπητά,… …

    Dictionary of Greek

  • 77μόριος — (I) μόριος, ὁ (Α) [μόρια] προσωνυμία τού Διός ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών τής Αθήνας. (II) μόριος, α, ον (Α) [μόρος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προορίζεται για ταφή («μορία γῆ», Ανθ. Παλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μόριος ἄπληστος» …

    Dictionary of Greek

  • 78νεαλής — νεαλής, ές (Α) 1. αυτός που έχει συλληφθεί πρόσφατα 2. (για πρόσ. και ζώα) αυτός που έχει νεανική δύναμη, ακμαίος, σφριγηλός 3. αυτός που είναι νεαρός στην ηλικία 4. αυτός που είναι άπειρος σε κάτι, αρχάριος 5. (για ψάρια) νωπός, φρέσκος 6. αυτός …

    Dictionary of Greek

  • 79ολκός — (I) ὁλκός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έλκει, ελκτικός («μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῡ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.) 2. άπληστος, λαίμαργος 3. αυτός που σύρεται καταγής 4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά δυνατά» 5. (η αιτ. τού ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 80παντορέκτης — (I) και παντορέκτης, ὁ, Α αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο ρρέκτης]. (II) ὁ, Α αυτός που επιθυμεί τα πάντα …

    Dictionary of Greek