άπληστος

  • 61λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …

    Dictionary of Greek

  • 62λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… …

    Dictionary of Greek

  • 63λίξης — ο, θηλ. λίξισσα (Μ λίξης) λιξιάρης, λιχούδης, λαίμαργος, άπληστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lixa «προμηθευτής τροφίμων», πιθανότερη όμως φαίνεται η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. λείχω, οπότε η ορθή γρφ. είναι με ει (λείξης)] …

    Dictionary of Greek

  • 64λίξουρος — λίξουρος, ον (Μ) 1. άπληστος, πλεονέκτης 2. λαίμαργος, λιχούδης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λίξουρον η πλεονεξία, η απληστία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίξης για τη σχέση του με το λείχω βλ. λίξης] …

    Dictionary of Greek

  • 65λίχνος — η, ο (AM λίχνος, η, ον, θηλ. και ος) αυτός που τού αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, λαίμαργος, λειχούδης (α. «οἱ λίχνοι τοῡ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», Πλάτ. β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. 1. μτφ. περίεργος, άπληστος… …

    Dictionary of Greek

  • 66λαίμαστρον — λαίμαστρον, τὸ (Α) 1. χάσμα γης, βάραθρο 2. μτφ. άπληστος, αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμάσσω + επίθημα τρον (πρβλ. ζύγασ τρον, στέγασ τρον)] …

    Dictionary of Greek

  • 67λαιμαργία — η (AM λαιμαργία) [λαίμαργος] το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη… …

    Dictionary of Greek

  • 68λασιδεύς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θρασύς, ἄπληστος». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < λάσιος «δασύτριχος» + υποκορ. κατάλ. ιδεύς (πρβλ. κορων ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 69λιξουριάρης — λιξουριάρης, α, ικο (Μ) [λιξουρία] άπληστος, λαίμαργος …

    Dictionary of Greek

  • 70λιτροβουλής — λιτροβουλής, ές (Μ) άπληστος, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + βούλομαι] …

    Dictionary of Greek