άπληστος

  • 51ασυνείκαστος — η, ο (Μ ἀσυνείκαστος ον) [συνεικάζω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να συνεικάσει, να παραβάλει προς κάτι γνωστό, ο ανυπολόγιστος νεοελλ. 1. απροσδόκητος, ανέλπιστος 2. ασύνετος 3. άπληστος …

    Dictionary of Greek

  • 52αχόρταγος — και αχόρταστος, η, ο (AM ἀχόρταστος, ον [χορτάζω] αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο ακόρεστος, ο άπληστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος 2. λαίμαργος, αδηφάγος 3. ανικανοποίητος …

    Dictionary of Greek

  • 53βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …

    Dictionary of Greek

  • 54γαστρίμαργος — η, ο (AM γαστρίμαργος, ον) λαίμαργος, αυτός που τρώει πολύ και δεν χορταίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + μαργος < μάργος «άπληστος, αδηφάγος»] …

    Dictionary of Greek

  • 55γνάθος — Κάθε ένα από τα δύο οστά, στα οποία βρίσκονται τα δόντια. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γ. Η άνω γ. αποτελείται από δύο ημιμόρια, το δεξί και το αριστερό, που συνοστεώνονται κατά τη μέση γραμμή. Αποτελούν το κυριότερο μέρος του σκελετού του… …

    Dictionary of Greek

  • 56δωρολήπτης — ο (AM δωρολήπτης) 1. αυτός που δέχεται δώρα 2. ο άπληστος για κέρδος, αυτός που δωροδοκείται …

    Dictionary of Greek

  • 57ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… …

    Dictionary of Greek

  • 58επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… …

    Dictionary of Greek

  • 59κάβαισος — κάβαισος, ὁ (Α) αδηφάγος, άπληστος, λαίμαργος σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάβαισος, η οποία απαντά και ως ανθρωπωνύμιο, θεωρήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς σύνθετη από τα κάβος και αἶσα (πρβλ. Ἀγόρ αισος). Την άποψη όμως αυτή θέτει εν αμφιβόλω… …

    Dictionary of Greek

  • 60καταχανάς — ο (Μ καταχανάς) κακοποιό δαιμόνιο, βρικόλακας νεοελλ. μτφ. 1. άπληστος άνθρωπος 2. εφιάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < *κατα χωνάς με αφομοίωση < καταχώνω] …

    Dictionary of Greek