άπληστος

  • 41αλικούτης — ο 1. υπερβολικά λαίμαργος, φαγάς 2. αχόρταγος, άπληστος …

    Dictionary of Greek

  • 42ανέμπληστος — η, ο (Α ἀνέμπληστος, ον) [εμπίμπλημι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος 2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτι αρχ. φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς …

    Dictionary of Greek

  • 43αναχόρταγος — η, ο (και ανε ) αυτός που δεν χορταίνει ποτέ, αχόρταγος, άπληστος η ιδιότητα αναχορταγιά …

    Dictionary of Greek

  • 44ανεχόρταγος — η, ο αχόρταγος, ακόρεστος, άπληστος …

    Dictionary of Greek

  • 45ανικανοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν ικανοποιείται, άπληστος, αχόρταγος 2. αυτός που δεν αμείβεται ικανοποιητικά για τους κόπους του 3. αυτός που δεν αποζημιώθηκε υλικά ή ηθικά για αδίκημα που του έγινε 4. αυτός που δεν πραγματοποιήθηκε, ανεκπλήρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 46ανοικονόμητος — η, ο (Α ἀνοικονόμητος, ον) αβόλευτος, ατακτοποίητος νεοελλ. ειρων. 1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του 2. ενοχλητικός, άπληστος αρχ. αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά …

    Dictionary of Greek

  • 47απλήρωτος — η, ο (AM ἀπλήρωτος, ον) [πληρώ] μσν. νεοελλ. 1. (για εργασία) αυτός που δεν πληρώνεται, ο χωρίς αμοιβή 2. (για αδικήματα) ο ατιμώρητος 3. άφθονος, ατέλειωτος νεοελλ. όποιος δεν έχει πληρωθεί, δεν έχει λάβει την αμοιβή που δικαιούται αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 48απληστεύομαι — ἀπληστεύομαι (AM) είμαι άπληστος, αχόρταγος …

    Dictionary of Greek

  • 49αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… …

    Dictionary of Greek

  • 50αρρούπωτος — η, ο [ρουπώνω] 1. (για ξύλινο δοχείο) αυτός του οποίου οι ρωγμές δεν κλείνουν με στουπί 2. μτφ. ο λαίμαργος, ο άπληστος, ο αχόρταγος …

    Dictionary of Greek