άπληστος
111ταμαχιάζω — και νταμαχιάζω γίνομαι πλεονέκτης, γίνομαι άπληστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
112φαταούλας — ο παμφάγος, αδηφάγος, άπληστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
113φιλοκερδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αγαπάει υπερβολικά το κέρδος, κερδοσκόπος, συμφεροντολόγος, άπληστος, πλεονέχτης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
114φιλοχρήματος — η, ο αυτός που αγαπάει το χρήμα, φιλοκερδής, άπληστος, παραδόπιστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
115ἀπληστοτέραν — ἀπληστοτέρᾱν , ἄπληστος insatiate fem acc comp sg (attic doric aeolic) …