άπληστος
101ԱԳԱՀ — (ի, աց.) NBH 1 0002 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 9c, 10c, 14c ա. πλεονέκτης, ἅπληστος avarus, avidus Սաստիկ ցանկացող ընչից ʼի ստանալ կամ ʼի պահել. արծաթասէր. աւելաստաց. ընչաքաղց. աջ կէօզլիւ, դամա՛գեար: *Ոչ ագահք …
102ԱՆԼԻՐ — ( ) NBH 1 0157 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 12c, 13c ա. ἅπληστος, ἅπλητος inexplebilis Զոր ոչ լինի լնուլ. անյագ. որ չի լցուիր, չիկշտանար. ... *Անլիր է ծով. Նախ. ժող.: *Անլիր է մարդկան ազդ առ ասելն, եւ առ ʼի յայլոցս ասելոյն լսել.… …
103ԱՆՅԱԳ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 0205 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 11c, 12c, 14c ἁκόρεστος, ἅπληστος insatiabilis, inexplebilis, avidus Որ ոչ յագի, կամ ոչ գիտէ յագուրդ առնուլ ʼի կերակրոց, ʼի հեշտալեաց, եւյինչ եւ …
104ԺԼԱՏ — (ի ից.) NBH 1 0835 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c ա. (լծ. հյ. զլացօղ. յն. զիլօ՛դիս նախանձայոյզ). πλεονέκτων, πλεονεκτήσας, ἅπληστος, ἁγνώμων avarus, avidus, parcus, inclemens Ագահ, անյագ ʼի ստանալ. զօշաքաղ. ռիշտ.… …
105ՀԱՑՔՈՒԼԵՓ — (ի.) NBH 2 0071 Chronological Sequence: Early classical ա. ἅπληστος insatiabilis. Կլանօղ եւ լափօղ զհաց եւ զկերակուր (կամ զկուլիփա). անյագ. (իսկ գաղմ. քլեպ կամ խլեպ, է հաց.) *Առն անմտի եւ հացքուլեփի միտս մի՛ դներ. Սիր. ՟Լ՟Ա. 18 …
106αδηφάγος — α, ο φαγάς, αχόρταγος, άπληστος: Έριχνε αδηφάγα βλέμματα στο στρωμένο τραπέζι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
107ακόρεστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε χορταίνει, αχόρταγος: Εκείνη την ημέρα είχε μια ακόρεστη πείνα. 2. άπληστος: Πάντα τον χαρακτήριζε ακόρεστη φιλοχρηματία. 3. (χημ.), «ακόρεστες ενώσεις», οργανικές ενώσεις με διπλούς ή τριπλούς δεσμούς μεταξύ των… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
108ανεχόρταστος — ανεχόρταστος, η, ο και ανεχόρταγος, η, ο αχόρταγος, άπληστος: Να μην του χεις καμιάν εμπιστοσύνη· είναι άνθρωπος ανεχόρταστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
109αχόρταστος — αχόρταστος, η, ο και αχόρταγος, η, ο και ανεχόρταγος, η, ο επίρρ. α 1. ακόρεστος, φαγάς: Αχόρταγος καθώς ήταν, έφαγε το περισσότερο απ τ αρνί. 2. πλεονέχτης, άπληστος: Ζητούσε, ο αχόρταστος, να του πάρει το χτήμα για ένα κομμάτι ψωμί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
110λαίμαργος — η, ο αχόρταγος, άπληστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)