άπελλῆς

  • 31φρύνη — (Θεσπιές Βοιωτίας 365 π.Χ. – Αθήνα 310 π.Χ). Η γνωστότερη και ωραιότερη εταίρα της ελληνικής αρχαιότητας. Αρχικά την έλεγαν Μνησαρέτη, μα της έδωσαν το όνομα Φ., επειδή ήταν πολύ ωχρή. Ασκούσε στην αρχή το επάγγελμα της αυλητρίδας, και, κατόρθωσε …

    Dictionary of Greek

  • 32Ασκληπιόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ζωγράφος (4ος αι. π.Χ.). O Απελλής τον θεωρούσε ανώτερό του στη συμμετρία του σχεδίου. Αναφέρεται ο πίνακάς του με τους 12 θεούς του Ολύμπου, που τον παρήγγειλε ο τύραννος της Ελατείας Μνάσων. Ο Α. πληρώθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 33οφίτες — Αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, που είχε ως θρησκευτικό σύμβολο της το φίδι. Οι ο. δίδασκαν τον δυαδισμό του «υπέρτατου όντος» (θεού) και υποστήριζαν πως ο «Δημιουργός θεός» βρίσκεται σε αντίθεση με τον «Πατέρα θεό». Ο «Πατέρας θεός» …

    Dictionary of Greek

  • 34Παγκάστη — Διάσημη εταίρα από τη Λάρισα, φίλη του Mεγάλου Aλεξάνδρου, γνωστή για την ομορφιά της. Ο Απελλής τη χρησιμοποίησε ως πρότυπο για να απεικονίσει την Αφροδίτη. Tην ερωτεύτηκε και ο Μέγας Αλέξανδρος δέχτηκε να του την παραχωρήσει για να τη νυμφευτεί …

    Dictionary of Greek

  • 35Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… …

    Dictionary of Greek

  • 36Ἀπελλᾶς — masc acc pl (attic doric) Ἀπελλῆς masc acc pl (attic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 37АПЕЛЛЕС — [греч. ̓Απελλῆς] (IV в.), егип. подвижник. Сведения о нем содержатся в «Истории монахов». До принятия монашеского пострига А. был кузнецом или медником. Автор «Истории монахов» называет его пресвитером. А. подвизался скорее всего в Н. Фиваиде… …

    Православная энциклопедия

  • 38АПЕЛЛИЙ — Ап. Апеллий. Миниатюра из греко груз. рукописи. XV в. (РНБ) Ап. Апеллий. Миниатюра из греко груз. рукописи. XV в. (РНБ) [греч. ̓Απελλῆς] (пам. 31 окт., 4 янв. в Соборе 70 апостолов), ап. от 70, к рому наряду с др. членами рим. Церкви ап. Павел… …

    Православная энциклопедия