Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

άνομος

См. также в других словарях:

  • ἄνομος — lawless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνομος — η, ο (AM ἄνομος, ον) (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, άδικος, παράνομος 2. (για πράγματα) α) ασεβής, μιαρός, φαύλος β) αυτός που γίνεται παράνομα, άδικος αρχ. 1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άνομα παράνομες πράξεις, ανομίες 2 …   Dictionary of Greek

  • άνομος — η, ο 1. παράνομος, άδικος: Κατηγορείται για πολλές άνομες πράξεις. 2. αμαρτωλός: Όσοι τον γνώριζαν τον θεωρούσαν άνθρωπο άνομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνομώτερον — ἄνομος lawless masc acc comp sg ἄνομος lawless neut nom/voc/acc comp sg ἄνομος lawless adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομωτάτων — ἄνομος lawless fem gen superl pl ἄνομος lawless masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομώτατα — ἄνομος lawless adverbial superl ἄνομος lawless neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομώτατον — ἄνομος lawless masc acc superl sg ἄνομος lawless neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόμως — ἄνομος lawless adverbial ἄνομος lawless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνομον — ἄνομος lawless masc/fem acc sg ἄνομος lawless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομωτάτην — ἄνομος lawless fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομωτάτοις — ἄνομος lawless masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»