άνισος
1ἄνισος — unequal masc/fem nom sg …
2άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… …
3άνισος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ίσος: Οι πλευρές του οικοπέδου είναι άνισες. 2. άδικα, άνισα μοιρασμένος: Η κατανομή του εθνικού εισοδήματος είναι άνιση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀνισώτερον — ἄνισος unequal masc acc comp sg ἄνισος unequal neut nom/voc/acc comp sg ἄνισος unequal adverbial …
5ανισογαμία — Άνισος, μοργανατικός γάμος, δηλαδή ο νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άντρα βασιλικής γενιάς και μιας γυναίκας χαμηλότερης τάξης, κατά τον οποίο η σύζυγος και τα παιδιά της δεν κληρονομούν τους τίτλους του συζύγου. (Βιολ.) Όρος που αναφέρεται στη …
6ἀνίσω — ἄνισος unequal masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνισος unequal masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱νίσω , ἀνισόω equalize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σω , ἀνισόω equalize imperf… …
7ἀνίσως — ἄνισος unequal adverbial ἄνισος unequal masc/fem acc pl (doric) ἀ̱νίσως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)… …
8ἄνισον — ἄνισος unequal masc/fem acc sg ἄνισος unequal neut nom/voc/acc sg …
9ἀνισώτερα — ἄνισος unequal neut nom/voc/acc comp pl …
10ἀνίσοιν — ἄνισος unequal masc/fem/neut gen/dat dual …