άνετα

  • 1ἄνετα — ἄνετος relaxed neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἀνετάσας — ἀνετά̱σᾱς , ἀνετάζω inquire of fut part act fem acc pl (doric) ἀνετά̱σᾱς , ἀνετάζω inquire of fut part act fem gen sg (doric) ἀνετά̱σᾱς , ἀνετάζω inquire of fut part act fem acc pl (doric) ἀνετά̱σᾱς , ἀνετάζω inquire of fut part act fem gen… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 4αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …

    Dictionary of Greek

  • 5γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …

    Dictionary of Greek

  • 6γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …

    Dictionary of Greek

  • 7Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 8θρονιάζω — θρόνιασα, θρονιάστηκα, θρονιασμένος 1. βάζω κάποιον να καθίσει άνετα. 2. το μέσ., θρονιάζομαι, κάθομαι κάπου άνετα: Έτσι που θρονιάστηκα δε σηκώνομαι με τίποτα. – Εσύ καλά θρονιάστηκες, εγώ πού να καθίσω; 3. πάω και μένω κάπου σαν να είχα το… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 9Меркури, Ирини — Ирина Меркури 2003 год Основная информация Имя&# …

    Википедия

  • 10ANATHEMA sim — Iudaeis et antiquis Christianis, sollennis in iureiurando formula; h. e. a Synagoga et Ecclesia exclusus sim: Cuiusmodi anathema sibi imprecari, καταναθεματίζειν, dixêre. Apud Matthaeum c. 26. v. 74. de Petro Dominun abiurante, τότε ἤρξατο… …

    Hofmann J. Lexicon universale