άνετα

  • 81Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 82Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …

    Dictionary of Greek

  • 83Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …

    Dictionary of Greek

  • 84Καρατζιάλε, Ιόν Λούκα — (Ion Luca Caragiale, Χαϊμανάλε 1852 – Βερολίνο 1912). Ρουμάνος κωμωδιογράφος και διηγηματογράφος. Καταγόταν από οικογένεια ηθοποιών. Πέρασε δύσκολη ζωή και άσκησε διάφορα επαγγέλματα: διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και διευθυντής εφημερίδων,… …

    Dictionary of Greek

  • 85Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… …

    Dictionary of Greek

  • 86κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… …

    Dictionary of Greek

  • 87Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …

    Dictionary of Greek

  • 88κολυμβίδες ή γαβιίδες — Οικογένεια κολυμβομόρφων πτηνών, που ζουν σε περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Χαρακτηρίζονται από ελαφρά συμπιεσμένο ράμφος, το οποίο δεν καλύπτεται από μεμβράνη· τα φτερά τους είναι κοντά, ενώ τα πόδια τους βρίσκονται στο πίσω μέρος του σώματος …

    Dictionary of Greek

  • 89Λάρντνερ, Ρινγκ — (Ring Lardner, Νάιλς, Μίσιγκαν 1885 – Ιστ Χάμπτον, Νέα Υόρκη 1933). Αμερικανός συγγραφέας. Μεγάλωσε στους κόλπους μιας καλλιεργημένης εύπορης οικογένειας των μεσοδυτικών ΗΠΑ, αλλά η οικονομική της κατάρρευση τον εμπόδισε να ολοκληρώσει τις… …

    Dictionary of Greek

  • 90Μποτσουάνα — Κράτος της νότιας Αφρικής. Συνορεύει Β και Δ με τη Nαμίμπια, τα ΒΑ με τη Ζιμπάμπουε, τα Ν και ΝΑ με τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Tο κράτος της Μ., που πριν ανακτήσει την ανεξαρτησία του από τη Βρετανία ονομαζόταν Mπετσουαναλάνδη (Betchuanaland) …

    Dictionary of Greek