άνετα

  • 31βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και …

    Dictionary of Greek

  • 32βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… …

    Dictionary of Greek

  • 33διπλοκαθίζω — 1. κάθομαι με διπλωμένα, σταυρωμένα τα πόδια 2. κάθομαι άνετα, αναπαυτικά, πολλή ώρα, καλοκαθίζω (ιδίως για απρόσκλητους, ανεπιθύμητους επισκέπτες) …

    Dictionary of Greek

  • 34δυσούριστος — δυσούριστος, ον (Α) φρ. «νέφος δυσούριστον» νέφος που τό φέρε άνετα ολέθριος άνεμος (Σοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 35εκροφώ — ἐκροφῶ ( έω) (AM) ρουφώ εντελώς, καταπίνω αρχ. 1. μεθώ, πίνω πολύ 2. ήσυχα, άνετα τρώω ένα αγαθό, τό ξεκοκαλίζω, τό ροκανίζω …

    Dictionary of Greek

  • 36ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …

    Dictionary of Greek

  • 37εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …

    Dictionary of Greek

  • 38ευανθής — (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (465 450 π.Χ.). Έγινε γνωστός από τα νομίσματά του, τα οποία κόπηκαν περίπου το 450 π.Χ. * * * ές (ΑΜ εὐανθής, ές) 1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος»,… …

    Dictionary of Greek

  • 39ευδία — και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.) αρχ. 1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.) 2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» καλή κατάσταση τού σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν… …

    Dictionary of Greek

  • 40ευνάσιμος — εὐνάσιμος, ον (Α) [ευνάζω] 1. ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κατάκλιση, για να κοιμάται κάποιος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐνάσιμα άνετα μέρη, κατάλληλα για ύπνο …

    Dictionary of Greek