άνετα
111μονόκλινο — το δωμάτιο με μόνο ένα κρεβάτι: Κλείσαμε δυο μονόκλινα στο ξενοδοχείο για να κοιμηθούμε πιο άνετα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
112μπουκιά — μπουκιά, η και μπουκουνιά, η η ποσότητα τροφής που χωράει άνετα στο στόμα, η χαψιά: Φάε μια μπουκιά, είσαι νηστικός όλη μέρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
113ἀνετάγη — ἀνά τάσσω draw up in order of battle aor ind pass 3rd sg ἀνά τάσσω draw up in order of battle aor ind pass 3rd sg ἀνετά̱γη , ἀνά ταγέω to be ruler imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …