άνετα
101Τάσο, Τορκουάτο — (Tasso, Σορέντο 1544 – Ρώμη 1595). Ιταλός ποιητής. Γιος του λόγιου Μπερνάρντο, έζησε θλιμμένη παιδική ζωή εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, της έλλειψης μόνιμης κατοικίας και της ανάγκης να παρακολουθεί από παιδί, τον περιπλανώμενο… …
102υδρόφιλος ο πισσόχρους — (hydrophilus piceus).Έντομο, της οικογένειας των Υδροφιλιδών, της τάξης των κολεόπτερων. Ζει στα στάσιμα γλυκά νερά. Το σώμα του, μήκους 4 περίπου εκ., είναι ελλειπτικό, κυρτό από πάνω, με χρώμα λαμπρό μαύρο. Τα δύο ζευγάρια των κεντρικών και… …
103Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …
104Φυσητηρίδες — (Physeteridae). Οικογένεια θηλαστικών ζώων της τάξης των κητωδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, που διακρίνονται για το υπερβολικά μεγάλο κεφάλι, το οποίο αποτελεί το 1/3 ολόκληρου του σώματος. Μόνο το κάτω σαγόνι τους έχει δόντια, γι’ αυτό… …
105Χορτάτζης ή Χορτάτσης — Όνομα βυζαντινής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη. 1. Γεώργιος. Αρχηγός της μεγάλης Kρητικής επανάστασης εναντίον των Βενετών το 1271. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Κρήτης, που σύμφωνα με τις παραδόσεις είχε τις ρίζες της… …
106αζόριστος — η, ο επίρρ. α αυτός που έγινε χωρίς δυσκολία, αβίαστος: Δούλευε άνετα, αζόριστα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
107ευημερώ — ησα, ζω άνετα, καλοζώ, καλοπερνώ, είμαι ευτυχισμένος, προοδεύω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
108εύγλωττος — η, ο αυτός που χειρίζεται άνετα το λόγο: Εύγλωττος ρήτορας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
109θρόνιασμα — το, ατος 1. απρόσκλητη εγκατάσταση κάπου. 2. το να κάθεται κάποιος άνετα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
110μισοκάθομαι — μισοκάθισα 1. κάθομαι για λίγο, βιαστικά, με την προοπτική να φύγω: Μισοκάθισα για έναν καφέ γιατί με περίμεναν στο γραφείο. 2. δεν κάθομαι άνετα: Μισοκάθισα στο παγκάκι μαζί με άλλα δύο άτομα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)