-
1 άνδρας
[андрас] ουσ. а. мужчинаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άνδρας
-
2 деятель
деятель м: государственный \деятель о κρατικός παράγοντας общественный \деятель о δημόσιος άνδρας политический \деятель о πολιτικός профсоюзный \деятель о συνδικαλιστής заслуженный \деятель науки о διακεκριμένος επιστήμονας заслуженный \деятель искусств о διακεκριμένος καλλιτέχνης* * *мгосуда́рственный де́ятель — ο κρατικός παράγοντας
обще́ственный де́ятель — ο δημόσιος άνδρας
полити́ческий де́ятель — ο πολιτικός
профсою́зный де́ятель — ο συνδικαλιστής
заслу́женный де́ятель нау́ки — ο διακεκριμένος επιστήμονας
заслу́женный де́ятель иску́сств — ο διακεκριμένος καλλιτέχνης
-
3 возмужать
возмужатьсов ἀντρειεύω, ἀνδρώνομαι, γίνομαι ἄνδρας, ἀνδροῦμαι/ μεγαλώνω, δυναμώνω (окрепнуть). -
4 зрелый
зрел||ыйприл прям., перен ὠριμος, γινομένος, μεστωμένος:\зрелыйые яблоки ὠριμα μήλα· \зрелыйый возраст ἡ ὠριμη ἡλικία· он уже \зрелыйый юноша αὐτός εἶναι πλέον ἀνδρας· \зрелыйый ум τό ὠριμο μυαλό, ὁ ὠριμος νοῦς· по \зрелыйом размышлении μετά ἀπό ὠριμη σκέψη. -
5 какои
как||оимест.1. вопр. ποιός, ποίος, τις:\какои из...? ποιός ἀπό...;·2. воскл. τί:\какоиая беда! τί κακό!, τί δυστυχία!· \какои красавец! τί ὀμορφος ἀνδρας!·3. относ. ποιός, ποίος, τί (εἰδους)/ ὀποιος πού (который):не знаю, \какоиу́ю вам дать книгу δέν ξέρω ποιό (или τί) βιβλίο νά σάς δώσω· выбирайте журнал, \какои хотите διαλέξετε ὀποιο περιοδικό θέλετε· забыл, \какои сегодня день λησμόνησα τί μέρα εἶναι σήμερα· ◊ \какоийм образом μέ ποιό τρόπο, πως, τίνι. τρόπω· \какои бы ей был ὀποιος καί νά εἶναι· \какоио́е там! κἀθε ἀλλο!· ни в \какоиу́ю! μέ κανένα τρόπο! -
6 муж
мужж1. (супруг) ὁ σύζυγος, ὁ ἀνδρας·2. (мужчина) уст., поэт. ὁ ἀνθρωπος, ὁ ἀνήρ. -
7 мужик
мужи||км1. (крестьянин) уст. ὁ μουζίκος, ὁ χωρικός, ὁ ἀγρότης·2. (мужчина) разг ὁ ἄνδρας:дельный \мужик Ικανός ἀνθρωπος. -
8 мужчина
мужчинам ὁ ἄνδρας, ὁ ἀνήρ, ὁ ἄν-τρας. -
9 плотный
плотн||ыйприл1. πυκνός, συμπαγής / κρουστός (о ткани):\плотныйая ма́сса ἡ συμπαγής μάζα·2. (о человеке) εὐρωστος, σωματώδης:\плотныйый мужчина εὐρωστος (или σωματώδης) ἀνδρας·3. (сытный) γερός:после \плотныйого обеда... μετά ἀπό γερό γεῦμα.. -
10 тучный
ту́чн||ыйприл1. παχύς, χονδρός, παχύσαρκος, πολύσαρκος:\тучныйый мужчина ὁ χοντρός ἄνδρας·2. (о земле) εὔφορος, γόνιμος:\тучныйый чернозем τά εὐφορα μαϋρα χώματα· \тучныйые луга τά παχειά λειβάδια.
См. также в других словарях:
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
ἀνδράς — ἀνδρά̱ς , ἀνά διδράσκω run away aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνδρας — ἀνήρ nar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβεντάνθρωπος — και λεβεντάθρωπος, ο 1. άνδρας με παράστημα, εμφάνιση και τρόπους λεβέντη 2. άνδρας αρχοντικός στη συμπεριφορά και στις διαθέσεις 3. άνδρας γενναιόδωρος … Dictionary of Greek
Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie … Wikipédia en Français
Liste Swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie … Wikipédia en Français
Liste swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie … Wikipédia en Français
O skliros andras — Ο σκληρός άνδρας Directed by Giannis Dalianidis Andreas Andreadakis (aide) Written by Giannis Dalianidis (from the theatrical play by Giorgos Roussos) Starring Kostas Hadjihristos Martha Vourtsi Martha Karagianni … Wikipedia
TYRO — I. TYRO aliis Tiro, Graece νέος ςτρατιώτης, πρωτόπειρος, novus miles, an a τείρομαι, etiam de Adolescentibu, ad forensia studia se praeparantibus, apud Plinium et Quintilianum reperitur Instit. Orat. l. 12. c. 6. Erat autem apud Romanos Tyrocinii … Hofmann J. Lexicon universale
μαγκλάρας — και μαγκλαράς, ο 1. άνδρας ψηλός και άχαρος, ασουλούπωτος 2. ρωμαλέος, ψηλόκορμος άνδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού μέγκλος* «θαυμάσιος άνθρωπος», με αφομοιωτική τροπή τού ε σε α ] … Dictionary of Greek
μισότριβος — η, ο 1. τριμμένος κατά το ήμισυ, εν μέρει, σχεδόν φθαρμένος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μισότριβος, η μισότριβη α) άνδρας ή γυναίκα μέσης ηλικίας, μεσόκοπος β) άνδρας ή γυναίκα μέσης ηλικίας που ρέπει σε έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * +… … Dictionary of Greek