άναξ
1ἅναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …
2Ἄναξ — masc nom/voc sg …
3ἄναξ — lord masc nom/voc sg …
4άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …
5'ναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …
6ὤναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …
7Ὦναξ — Ἄναξ , Ἄναξ masc nom/voc sg …
8ὦναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …
9Anax [1] — Ἄναξ, ακτος, ein gemeiner Beynamen des Apollo, welcher von ἆκος, Hülfe oder Cur herkommen soll, weil er dem Bösen, als ein Gott der Arzeney abhelfen soll. Gyrald. Synt. VII. p. 237 …
10ἀνακτόρων — ἄναξ lord masc gen pl ἀνάκτορον king s dwelling neut gen pl ἀνάκτωρ masc gen pl …