άναξ

  • 121άνασσα — η (AM ἄνασσα) [άναξ] βασίλισσα, δέσποινα, κυρά αρχ. ο κύριος αυτουργός, αυτουργός μιας πράξης …

    Dictionary of Greek

  • 122ίλημι — ἵλημι (Α) ιλήκω* («ἵληθι, ἵλαθ ἄναξ, ἵλατε» ελέησέ μας, δείξε έλεος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην προστ. ἵληθι για το οποίο βλ. λ. ιλάσκομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 123ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… …

    Dictionary of Greek

  • 124αμφιάνακτες — ἀμφιάνακτες, οι (Α) σκωπτική ονομασία τών διθυραμβοποιών, γιατί στα προοίμια τών διθυράμβων τους συνήθως άρχιζαν με τη φράση «ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + ἄναξ, ἄνακτος. ΠΑΡ. ἀμφιανακτίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 125ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… …

    Dictionary of Greek

  • 126ανάσσω — (I) ἀνάσσω (Α) [άναξ] 1. βασιλεύω, κυριαρχώ, κυβερνώ, εξουσιάζω 2. πρωτεύω 3. διευθύνω, χειρίζομαι καλά. (II) ἀνᾴσσω και ἀνᾴττω (Α) [ᾴσσω, ττω] αναΐσσω* …

    Dictionary of Greek

  • 127ανακτοβούλιο — το 1. συμβουλευτικό σώμα τού μονάρχη, σύμβουλοι, υπουργοί 2. αίθουσα συνεδριάσεων αυτού τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άναξ κτος + βούλιο < βουλή] …

    Dictionary of Greek

  • 128ανακτομισθία — η βασιλική χορηγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άναξ κτος + μισθία < μισθός] …

    Dictionary of Greek