άλμενος
1ἄλμενος — ἄ̱λμενος , ἅλλομαι sal aor part mid masc nom sg …
2ἅλμενος — ἄ̱λμενος , ἅλλομαι sal aor part mid masc nom sg …
3Almenvs — ALMĔNVS, i, Gr. Ἄλμενος, ου, einer von den vielen Söhnen des Mars. Apollod. lib. I. c. 9. §. 16. Er soll mit unter den Argonauten gewesen seyn: doch will man lieber Jalmenus für ihn lesen. Burman. Catal. Argon …
4ASCALAPHUS et JALMENUS fratres — ASCALAPHUS, et JALMENUS fratres Martis filii ex Astyocha. Homer. Il. β. v. 511. Οἱ δ᾿ Α ςπλήδονα ναῖον, ἰδ᾿ Ο᾿ρχόμενον Μινύειον, Τῶν ἦρχ᾿ Α᾿ςκάλαφος, καὶ Ι᾿άλμενος, υἵες Α῎ρηος Οὕς τέκεν Α᾿ςτυόχη …
5άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …
6καταπάλλομαι — (AM) μσν. (για την καρδιά) έχω ισχυρό παλμό αρχ. πηδώ με ορμή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάλλομαι Με την αρχ. σημ. καταπάλλομαι αντί κατ εφ άλλομαι < κατ(α) + ἐπί + ἄλλομαι «πηδώ» με αφομοίωση τού ε σε α και ψίλωση, πιθ. κατ… …