άλλ

  • 81μανεκέν — το 1. άνδρας ή γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων, αλλ. μοντέλο 2. μεγάλο ομοίωμα άνδρα ή γυναίκας που χρησιμοποιείται από μοδίστρες, ράφτες ή εμπορικά καταστήματα για την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων,… …

    Dictionary of Greek

  • 82μαυρόχορτο — το (Μ μαυρόχορτον) νεοελλ. κοινή ονομασία τών ειδών φυτών Solanum nigrum, αλλ. στύχνος, και Heliotropium europaeum, αλλ. μπαμπακίτσες ή μελισσόχορτο μσν. αγριοντομάτα («ἔπαρον στρύχνον.... λέγουν το καὶ μαυρόχορτον») …

    Dictionary of Greek

  • 83μεσοδρομίς — και μισοδρομίς και μεσοδρομιάς επίρρ. 1. στο μέσο τής πορείας, στα μισά τού δρόμου, αλλ. μεσοστρατίς, μεσόδρομα 2. στα κατάμεσα τού δρόμου, αλλ. μεσόστρατα («πετούν τα σκουπίδια τους μεσοδρομίς») 3. μτφ. στο μέσο χρονικού διαστήματος ή ενέργειας… …

    Dictionary of Greek

  • 84μεταφορικός — ή, ό (Α μεταφορικός, ή, όν) [μεταφορά] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μεταφορά ή αυτός που προσιδιάζει στη μεταφορά («μεταφορικό μέσο») 2. γραμμ. αυτός που εκφράζεται με μεταφορά, ο αλληγορικός («μεταφορική σημασία») νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 85μητροπολιτικός — ή, ό (ΑΜ μητροπολιτικός, ή, όν) [μητρόπολη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητρόπολη νεοελλ. φρ. α) «μητροπολιτική περιοχή» μεγάλη πόλη, μαζί με τα προάστια, τις πόλεις δορυφόρους και τις περιοχές στις οποίες αυτή ασκεί καθοριστική οικονομική… …

    Dictionary of Greek

  • 86μονοσέπαλος — η, ο βοτ. 1. (για άνθη) αυτός τού οποίου ο κάλυκας έχει σέπαλα ενωμένα, αλλ. συσσέπαλος 2. φρ. «μονοσέπαλος κάλυκας» κάλυκας ενός άνθους ο οποίος αποτελείται από συμφυή σέπαλα, αλλ. συσσέπαλος κάλυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 87μυρμηκικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυρμήγκια 2. φρ. α) «μυρμηκικό οξύ» χημ. το απλούστερο από τα μονοκαρβονικά οξέα, που είναι γνωστό και ως μεθανοϊκό οξύ και που περιέχεται στο σώμα τών μυρμηγκιών και άλλων εντόμων, καθώς και σε μερικά… …

    Dictionary of Greek

  • 88νεκυομαντεία — νεκυομαντεία, ἡ (ΑΜ) ως κύριο όν. Νεκυομαντεία α) ο τίτλος τής ενδέκατης (λ) ραψωδίας τής Οδύσσειας, αλλ. Νέκυ(ι)α β) διάλογος τού Λουκιανού, αλλ. Μένιππος αρχ. η επίκληση τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα, η νεκρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 89νη — (I) νή, βοιωτ. και αρκαδ. τ. νεί (Α) μόριο το οποίο χρησιμοποιείται: 1. προκειμένου να δηλώσει ισχυρή βεβαίωση: α) (όταν συντάσσεται με αιτιατική τού ονόματος θεότητας στην οποία ορκίζεται κάποιος) ναι, μα («νὴ Δία κἀμὲ τοῡτ ἔδρασε ταυτόν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 90νόθος — α, ο, θηλ. και η και ος (ΑΜ νόθος, η, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο 2. κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, μη γνήσιος (α. «νόθο βάρος» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», Πλάτ.) 3. (για… …

    Dictionary of Greek