άλλ

  • 111σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …

    Dictionary of Greek

  • 112σπονδυλίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. φλεγμονή ενός ή περισσότερων σπονδύλων, που προκαλείται κυρίως από πυογόνα μικρόβια 2. φρ. α) «τραυματική σπονδυλίτιδα» ιατρ. όψιμη παραμόρφωση τής σπονδυλικής στήλης ύστερα από κάκωση και μετά από περίοδο φαινομενικής ιάσεως, αλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 113σπορείο — το, Ν [σπόρος] (γεωργ. τεχνολ.) 1. κατάλληλα προετοιμασμένη θέση εδάφους που περιβάλλεται από ξύλινο πλαίσιο ή άλλο οικοδομικό υλικό στην οποία σπέρνονται ορισμένοι μικροί σπόροι που δεν μπορούν να σπαρούν απευθείας στο χωράφι και σπόροι φυτών τα …

    Dictionary of Greek

  • 114στησιχόρειος — α, ο / στησιχόρειος, ον, ΝΑ [Στησίχορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυρικό ποιητή Στησίχορο («στησιχόρειος καινοτομία», Πλούτ.) 2. φρ. α) «στησιχόρειο(ν) μέτρο(ν)» μέτρο που απαρτίζεται από δάκτυλο και επίτριτο, αλλ. δακτυλ(ο)επίτριτος …

    Dictionary of Greek

  • 115στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …

    Dictionary of Greek

  • 116συμπέταλος — η, ο, Ν 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμπέταλα βοτ. ομάδα αγ γειόσπερμων δικότυλων φυτών η οποία, στα νεώτερα συστήματα κατάταξης, θεωρείται ως υποκλάση τής κλάσης δικότυλα και περιλαμβάνει κυρίως ποώδη φυτά που χαρακτηρίζονται από το ότι τα… …

    Dictionary of Greek

  • 117συνέλευση — (Νομ.). Ο όρος δηλώνει είτε γενικά τη συνάθροιση του λαού, των μελών ενός σωματείου ή οργανισμού ή των αντιπροσώπων τους προς σύσκεψη, διατύπωση γνώμης ή λήψη αποφάσεων, είτε ειδικότερα, το συλλογικό όργανο που, σύμφωνα με το σύνταγμα, τον νόμο ή …

    Dictionary of Greek

  • 118συνεννόηση — η, Ν 1. ανταλλαγή γνωμών, ανταλλαγή απόψεων («βρίσκονται ακόμη στο στάδιο τών συνεννοήσεων») 2. συμφωνία, σύμπτωση γνωμών («τελικά επήλθε συνεννόηση μεταξύ τους») 3. αμοιβαία κατανόηση («στο ζευγάρι αυτό δεν υπάρχει πια συνεννόηση») 4. μυστική… …

    Dictionary of Greek

  • 119συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… …

    Dictionary of Greek

  • 120σχίνος — (πιστακία η λεντίσκος). Αειθαλής πυκνοφυής θάμνος της οικογένειας των Ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), γνωστός από την αρχαιότητα. Πολύ κοινό είδος στις περιοχές και στα νησιά της Μεσογείου, συναντιέται και στην Ελλάδα, στην κατώτερη ζώνη των… …

    Dictionary of Greek