άλλαξε

  • 51άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …

    Dictionary of Greek

  • 52έξαλλος — η, ο (AM ἔξαλλος, ον) ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως νεοελλ. 1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρός («έξαλλος από χαρά, από θυμό») 2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο… …

    Dictionary of Greek

  • 53αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …

    Dictionary of Greek

  • 54αλλαξόπιστος — η, ο αυτός που άλλαξε πίστη, που απαρνήθηκε την παραδεδομένη θρησκεία, ο εξωμότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + πίστη. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοπιστία, αλλαξοπιστίζω, αλλαξοπιστώ] …

    Dictionary of Greek

  • 55αμετάλλακτος — και χτος, η, ο (Α αμετάλλακτος, ον, Ν και αγος, η, ο) [μεταλλάσσω] αυτός που δεν αλλάζει μορφή, αμετάβλητος, αναλλοίωτος Ι νεοελλ. 1. αυτός που δεν άλλαξε μορφή 2. σταθερός, ανένδοτος …

    Dictionary of Greek

  • 56αμεταμόρφωτος — η, ο [μεταμορφώνω] αυτός που δεν άλλαξε ή δεν μπορεί να αλλάξει μορφή, να μεταμορφωθεί …

    Dictionary of Greek

  • 57αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… …

    Dictionary of Greek

  • 58ανταποκλίνω — ἀνταποκλίνω (Μ) αποκλίνω, αλλάζω διεύθυνση κι εγώ (όπως άλλαξε κάποιος άλλος) …

    Dictionary of Greek

  • 59αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… …

    Dictionary of Greek

  • 60αριστόμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. Α’ ο πρεσβύτερος (3ος αι. π.Χ.). Τύραννος του Άργους, αντίπαλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. Δολοφονήθηκε από δούλους του και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρίστιππος Β’. 2. Α. Β’ ο νεότερος (; – 223 π.Χ.). Τύραννος του… …

    Dictionary of Greek