άλλαξε

  • 111ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… …

    Dictionary of Greek

  • 112Αγία Λουκία — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Αγία Λουκία Έκταση: 616 τ. χλμ. Πληθυσμός: 160.145 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κάστρις (60.934 κάτ. το 1998)Στα ΝΑ βρίσκονται τα Μπαρμπάντος, Β και σε απόσταση 54 χλμ.… …

    Dictionary of Greek

  • 113Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …

    Dictionary of Greek

  • 114Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 115αλγκόνκιο — Ανώτερη περίοδος του αζωικού ή αρχαϊκού αιώνα. Η ονομασία προέρχεται από τους Αλγκονκίνους, την ομάδα αυτόχθονων φυλών της Βόρειας Αμερικής. Η διάρκεια της περιόδου αυτής είναι δύσκολο να καθοριστεί. Πάντως, είναι μεγάλη, χωρίς αμφιβολία, όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 116Άλμκβιστ, Καρλ Γιόνας Λόβε — (Carl Jonas Love Almquist, 1793 – 1866). Σουηδός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου μελέτησε εντατικά τη φιλοσοφία του Σλάιερμαχερ, νυμφεύτηκε μια νέα χωρική και εγκαταστάθηκε σε μια αγροικία στο… …

    Dictionary of Greek

  • 117Αμένοφις ή Αμενχοτέπ — Όνομα τεσσάρων φαραώ της Αιγύπτου της 18ης δυναστείας (16ος–14ος αι. π.Χ.). Το όνομα Αμενχοτέπσημαίνει «ο Άμμων είναι ευχαριστημένος». 1. Α. Α’ (1570 – 1524 π.Χ.). Γιος του Άμαση Α’ και ιδρυτής της 18ης δυναστείας, ανέλαβε τον θρόνο το 1545 π.Χ.… …

    Dictionary of Greek

  • 118Αμούνδσεν, Ρόαλντ — (Roald Engelbregt Grauning Amundsen, Μπόργκε, Νορβηγία 1872 – Βόρειος Παγωμένος ωκεανός 1928). Νορβηγός εξερευνητής. Η αγάπη του για τις περιπέτειες και το μεγάλο πάθος του για τη θάλασσα τον βοήθησαν να γίνει βαθύς γνώστης του Βόρειου και του… …

    Dictionary of Greek

  • 119Αμπαντάν — (Αbadan).Πόλη (245.000 κάτ. το 2002) του ΝΔ Ιράν στην επαρχία Κουζεστάν. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σατ αλ Άραμπ, όχι πολύ μακριά από τις εκβολές του στον Περσικό κόλπο. Τον 19ο αι. το Α. ήταν ένα ασήμαντο χωριουδάκι, που… …

    Dictionary of Greek

  • 120άνσλους — (γερμ. αnschluss = ένωση). Όρος που δηλώνει, ειδικότερα, την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία. Την ένωση των δύο χωρών είχαν απαγορεύσει οι νικήτριες δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου πολέμου με τις συνθήκες ειρήνης των Βερσαλιών με τη Γερμανία… …

    Dictionary of Greek