άλθαίνω
1αλθαίνω — ἀλθαίνω (Α) θεραπεύω, γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. τού ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι τού μέλλοντα πρέπει… …
2συνάλθομαι — Α (για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] …
3συναλθάσσομαι — Α συνάλθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *ἀλθάσσομαι, άλλος τ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] …
4ладан — укр., блр. ладан – то же, др. русск. ладанъ (Хож. игум. Дан.). Из греч. λάδανον смола кустарника λῆδος семит. происхождения: ср. араб. lādan; см. Бернекер 1, 682; Фасмер, Гр. сл. эт. 110; А. Мюллер. ВВ 1, 277. Сюда же ладан валериана, копытень,… …
5Althēe, die — Die Althēe, plur. inusit. ein aus dem Griech. und Latein. Althea hergenommener Nahme derjenigen Pflanze, welche sonst auch Eibisch, oder weiße Pappel genannt wird. Der Nahme Althea, von αλθεω, αλθαινω, ich heile, bedeutet so viel als Heilwurz,… …
6таюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. λανθάνω) прохожу мимо, миную; являюсь неведомым;… …
7άλθα — ἄλθα, η (Α) [ἀλθαίνω] κατά τον Ησύχιο «θερμασία ή θεραπεία» …
8άλθεξις — ἄλθεξις ( εως), η (Α) θεραπεία, γιατριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού μέλλ. (ἀλθέξ ομαι) τού ρήμ. ἀλθαίνω] …
9άλθος — ἄλθος ( εος), το (Α) [ἀλθαίνω] θεραπευτικό μέσο, φάρμακο …
10άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …
- 1
- 2