άλατο
1ἀλᾶτο — ἀ̱λᾶτο , ἀλάομαι wander imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀλάομαι wander imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …
2άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …
3αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …
4ALEIUS Campus — locus Lyciae, in quem cecidit Bellerophontes, cum a Pegaso ab oestro agitato excuteretur: Sic dictus, quod in eo caecus errâsset Bellerophon, donec periret. Dionysius Perieg. v. 872. Κεῖθι δὲ τὸ πεδίον τὸ Α᾿λη̈́ιον, τȏυ κατὰ νῶτα Α᾿νθρώπων… …
5νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …