άκεφα

  • 1κακόρεχτος — και κακόρεκτος η, ο 1. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος 2. αυτός που δεν έχει καλή διάθεση, δύσθυμος, κακόκεφος, αδιάθετος 3. αυτός που γίνεται χωρίς όρεξη, άκεφα, απρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + όρεχτος (< ὀρέγω), πρβλ. αν όρεχτος, καλ… …

    Dictionary of Greek