άκακος
1Ἄκακος — masc nom sg …
2ἄκακος — unknowing of ill masc/fem nom sg …
3άκακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Λυκάονα. Ίδρυσε την αρκαδική πόλη Ακακήσιον. Ο Ά., κατά τις αρκαδικές παραδόσεις, ήταν ο τροφός του Ερμή στην παιδική ηλικία του. * * * η, ο (Α ἄκακος, ον) 1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος 2. απλοϊκός, αφελής,… …
4άκακος — η, ο επίρρ. α αγαθός, ήσυχος, αθώος: Είναι άνθρωπος άκακος σαν αρνί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀκακώτερον — ἄκακος unknowing of ill masc acc comp sg ἄκακος unknowing of ill neut nom/voc/acc comp sg ἄκακος unknowing of ill adverbial …
6ἀκακώτατον — ἄκακος unknowing of ill masc acc superl sg ἄκακος unknowing of ill neut nom/voc/acc superl sg …
7ἀκάκως — ἄκακος unknowing of ill adverbial ἄκακος unknowing of ill masc/fem acc pl (doric) …
8ἄκακον — ἄκακος unknowing of ill masc/fem acc sg ἄκακος unknowing of ill neut nom/voc/acc sg …
9ἀκακωτάταις — ἄκακος unknowing of ill fem dat superl pl …
10ἀκακωτάτοις — ἄκακος unknowing of ill masc/neut dat superl pl …