άθηνᾶ
1Ἀθήνα — Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἀθήνᾱ , Ἀθῆναι the city of Athens fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …
2Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …
3Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …
4αθηνά — I (athene). Ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγιμόρφων. Ζουν στην Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική, την Ινδία, την Κίνα και μερικά είδη στην Αμερική. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 15 έως 25 εκ. και οι… …
5Αθήνα — Sp Atėnai Ap Αθήναι/Athēnai sen. graikų kalba Ap Αθήνα/Athina graikiškai L sen. gr. polis, Atikos nomo c., Graikijos sostinė …
6Αθήνα — η η πρωτεύουσα της Ελλάδας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7Αθηνά — η κύρ. όνομα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8Ἀθηνᾶ — Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual (attic) Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …
9Ἀθηνᾷ — Ἀθήνη casting vote fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …
10Ταρσούλη, Αθηνά — (Αθήνα 1887 – 1975). Συγγραφέας, μουσικός και ζωγράφος. Σπούδασε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και ως ζωγράφος έκανε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έγραψε επίσης πολλά βιβλία με διηγήματα, ποιήματα, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες …