-
1 άζωτο
[азото] ουσ. о. азот,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άζωτο
-
2 азот
-
3 азотировать
εμφορώ/γεμίζω με άζωτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > азотировать
-
4 азот
азотм хим. τό ἀζωτο[ν]. -
5 азот
[αζότ] ουσ. α (χημ.) άζωτο -
6 азот
[αζότ] ουσ α (χημ) άζωτο -
7 азот
-а α.το άζωτο. -
8 азотировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.εμφορώ, εμπλουτίζω με άζωτο•азотировать почву λιπαίνω το έδαφος με αζωτούχα λιπάσματα.
εμπλουτίζομαι με αζωτούχα λιπάσματα. -
9 воздух
воздух 1-а α.1. αέρας•воздух состоит главным образом из кислорода и азота ο αέρας αποτελείται κυρίως από οξυγόνο και άζωτο.
2. η ατμόσφαιρα.εκφρ.воздух! – αεροπλάνα! (προειδοποίηση για εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων)•на (открытом) -е – σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαιθρο, έξω•на вольном -е – α) σε ανοιχτό χώρο. β) στην εξοχή•дышать (каким) -ом – ο αέρας που αναπνέω (το περιβάλλον, οι τάσεις, το ενδιαφέρο)•в -е носится – (για κοινωνικά φαινόμενα) επίκειται, πλησιάζει, μυρίζει•быть (бывать) в -е – περνώ την ώρα μου έξω (στον αέρα)•выйти на воздух – βγαίνω έξω στον αέρα•питаться -ом – ειρν. τρέφομαι μ’ αέρα.воздух 2-а, πλθ. -и α. (εκκλσ.) το κάλυμμα του δισκοπότηρου. -
10 фтористый
επ.φθοριούχος•фтористый азот φθοριούχο άζωτο.
См. также в других словарях:
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
άζωτο — το απλό χημικό στοιχείο, από τα κυριότερα συστατικά του ατμοσφαιρικού αέρα (78,02%) και των έμβιων όντων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… … Dictionary of Greek
αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αζωτολόγα φυτά — Τα φυτά που εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο. Ανήκουν όλα στην τάξη χεδρωπά ή λεγκουμινώδη. Χρησιμοποιούνται από τους γεωργούς για τη βελτίωση της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εδαφών, με τη μέθοδο της χλωρής λίπανσης. Από πολύ παλιά ο άνθρωπος… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
αζωτίνη — η Χημ. αζωτούχο λίπασμα, που προέρχεται από τα υπολείμματα βιομηχανικής επεξεργασίας τού μαλλιού και τού μεταξιού. Είναι καστανή σκόνη, περιέχει 9 12% άζωτο και η ενέργειά της ως λιπάσματος είναι σχετικά αργή. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν.… … Dictionary of Greek