άδον

  • 1ἅδον — ἅδος satiety masc acc sg ἁνδάνω please aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἁνδάνω please aor ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ᾆδον — ᾆ̱δον , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ᾆ̱δον , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀείδω il.Parv.. pres part act masc voc sg ἀείδω il.Parv.. pres part act neut nom/voc/acc sg ἀείδω il.Parv.. imperf ind act… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κλεμμαδόν — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με κλέφτικο τρόπο, κλέφτικα, κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα + επιρρμ. κατάλ. αδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. αμοιβ αδόν, ομο θυμ αδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 4μοναδόν — και ιων. τ. μουναδόν (Α) επίρρ. μονάδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 5μουναδόν — (Α) επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος* + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 6οιαδόν — οἰαδόν (Α) επίρρ. κατά μόνας, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μον αδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 7οκλαδόν — (Α ὀκλαδόν) επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά νεοελλ. με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 8ομαδόν — (Μ ὁμαδόν) επίρρ. ομαδικά, όλοι ή όλα μαζί και ταυτοχρόνως («ὁμαδὸν διανήξασθαι τὸν πορθμόν», Ανν. Κομν.) νεοελλ. φρ. «πυρ [ή πυρά] ομαδόν» στρ. πυρά που εκτελούνται από όλους συγχρόνως τους άνδρες στρατιωτικής μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός +… …

    Dictionary of Greek

  • 9ομιλαδόν — ὁμιλαδόν και ὁμιληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά πλήθη 2. μαζί με κάποιον («ἀνδράσι νοστήσαντας ὁμιλαδόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. ιλ αδόν / ιλ ηδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 10ομοθυμαδόν — (ΑΜ ὁμοθυμαδόν) επίρρ. 1. με ομοψυχία, με ομοφροσύνη, με μια καρδιά («ἀπεκρίθη δὲ πᾱς ὁ λαὸς ὁμοθυμαδόν», ΠΔ) 2. μαζί με άλλους πολλούς μσν. κατά την ίδια χρονική στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμόθυμος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μον αδόν)] …

    Dictionary of Greek