άδην

  • 61αδινός — ἁδινός και ἁδινός, ή, όν (Α) [ἀδήν] 1. πυκνός, αθρόος, υπερπλήρης, άφθονος, συμπυκνωμένος, συμπιεσμένος 2. έντονος, ισχυρός, ηχηρός, βαθύς, βροντώδης …

    Dictionary of Greek

  • 62δοθιήν — ο (AM δοθιήν) φλεγμονώδες, πυώδες εξοίδημα τού δέρματος και τού υποδόριου ιστού, καλόγερος, βούζουνας, διάθονας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η παρουσία τού θι στη λ. κάνει πιθανή την υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. Ο σχηματισμός της κατά τα… …

    Dictionary of Greek

  • 63επιδρομάδην — ἐπιδρομάδην (Α) επίρρ. 1. επιτροχάδην, πολύ γρήγορα 2. βιαστικά, απρόσεχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ άδην (< δρόμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 64θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …

    Dictionary of Greek

  • 65καταβάτης — καταβάτης, ὁ (Α) [καταβαίνω] 1. αυτός που κατεβαίνει από το άλογο ή την άμαξα και μάχεται πεζός («καταβάτην τε σμικράσπιδα», Πλάτ.) 2. ως επίθ. ο κατερχόμενος απότομα, ο κατηφορικός («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», Γρηγ. Ναζ.) …

    Dictionary of Greek

  • 66κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek

  • 67κυσταδένωμα — το ιατρ. καλοήθης όγκος που αναπτύσσεται εις βάρος τού αδενικού παρεγχύματος μιας κυστικής κοιλότητας («κυσταδένωμα τής ωοθήκης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystadenome < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + adenome (< aden[o] < αδήν,… …

    Dictionary of Greek

  • 68μεταστροφάδην — (Α) επίρρ. προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταστροφή + επιρρμ. κατάλ. άδην] …

    Dictionary of Greek

  • 69νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… …

    Dictionary of Greek

  • 70πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… …

    Dictionary of Greek