άδην

  • 21περιπετάδην — Μ επίρρ. εκτεταμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπετάννυμι + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 22περιπλοκάδην — Α επίρρ. περιπλέγδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλοκή / περιπλέκω + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. περιφορ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 23περιστολάδην — ΜΑ επίρρ. τριγύρω, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι στολ τού περιστέλλω «περιβάλλω» (πρβλ. περι στολ ή) + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 24περιτροπάδην — Α επίρρ. με περιτροπή, με αναστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτροπή + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 25περιφοράδην — Α επίρρ. με κυκλική περιφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφέρω + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. συστ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 26προτροπάδην — ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ τροπ τού προ τρέπω (πρβλ. προ… …

    Dictionary of Greek

  • 27ραχάδην — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ῥάχεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 28σειράδην — Α επίρρ. με σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 29σποράδην — ΝΜΑ επίρρ. σποραδικά, σκόρπια, εδώ κι εκεί («ἄλλοι δὲ ἄλλη τῆς πόλεως σποράδην ἀπώλοντο», Θουκ.) αρχ. (με το άρθρ. αρσ. πληθ.) οἱ σποράδην οι κοινοί άνθρωποι, σε αντιδιαστολή προς τους Πυθαγορείους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποράς + επιρρμ. κατάλ. άδην… …

    Dictionary of Greek

  • 30στροφάδην — Μ επίρρ. με περιστροφές, με αλλεπάλληλες στροφές ή με επιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροφή + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek