άδην

  • 11κρυφάδην — και κρυφάδις και βοιωτ. τ. κρουφάδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 12λογάδην — (Α λογάδην) επίρρ. κατ εκλογή, κατ επιλογή (α. «καὶ τὴν γυναῑκα παρέπεμπον αὐτῷ λογάδην ἱππεῑς ὀχουμένην ἵππῳ κεκοσμημένην ἐπιφανῶς», Πλούτ. θ. «εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 13λοχάδην — (Α) επίρρ. δόλια, προδοτικά, με ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, παγίδα» + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 14νομάδην — (Α) επίρρ. κατά νόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ: σπορ άδην, τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 15αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… …

    Dictionary of Greek

  • 16μεταδρομάδην — (Α) επίρρ. με καταδίωξη, τρέχοντας από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταδρομή + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 17μιγάδην — (Α) επίρρ. μίγα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίγα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 18μονάδην — (Α) επίρρ. ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 19παραβολάδην — και ποιητ. τ. παρβολάδην Α επίρρ. με παράλληλο τρόπο, παράλληλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβολή + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 20παραδρομάδην — Α επίρρ. παρενθετικά, «εν παρόδω». [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδρομος + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …

    Dictionary of Greek