Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

άδετος

См. также в других словарях:

  • ἄδετος — unbound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδετος — η, ο (Α ἄδετος, ον) [δέω, δένω] αυτός που δεν έχει μπει σε δεσμά, λυτός, ελεύθερος νεοελλ. 1. (για βιβλία) άρραφος, που δεν βιβλιοδετήθηκε, ο μη σταχωμένος 2. (για πολύτιμους λίθους) που δεν προσαρμόστηκε σε κόσμημα 3. (για καρπούς) που δεν… …   Dictionary of Greek

  • άδετος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δεμένος, λυτός: Τη νύχτα άφηνα το σκύλο άδετο. 2. για βιβλία, αυτό που δε βιβλιοδετήθηκε: Λίγα βιβλία σήμερα κυκλοφορούν άδετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδέτως — ἄδετος unbound adverbial ἄδετος unbound masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδετον — ἄδετος unbound masc/fem acc sg ἄδετος unbound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτοιο — ἄδετος unbound masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτοις — ἄδετος unbound masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτοισιν — ἄδετος unbound masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτου — ἄδετος unbound masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτους — ἄδετος unbound masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέτῳ — ἄδετος unbound masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»