-
1 άδειος
[3№&] εκ. пустой, порожний, незанятый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άδειος
-
2 пустой
1. мат. κεν/ός 2. (ничем не заполненный) άδειος, κενός 3. (полый) κούφιος 4. (не занятый) άδειος, ελεύθερος 5. (нежилой, незаселённый, безлюдный) έρημος, ακατοίκητος 6 (свободный) ελεύθερος 7. (неоснователь-ный, лишенный серьезного значения) αβάσιμος, ασήμαντος 8. (бессодержательный) χωρίς περιεχόμενο 9 (незначительный, ничтожный) ασήμαντος, τιποτένιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пустой
-
3 пустой
-
4 свободный
свободный 1) в рази. знач. ελεύθερος, λεύτερος; \свободный доступ η ελεύθερη είσοδος; \свободныйое время о ελεύθερος χρόνος, η σχόλη; вход \свободный η ελεύθερη είσοδος 2) (не занятый) ελεύθερος, κενός, άδειος* * *1) в разн. знач. ελεύθερος, λεύτεροςсвобо́дный до́ступ — η ελεύθερη είσοδος
свобо́дное вре́мя — ο ελεύθερος χρόνος, η σχόλη
вход свобо́дный — η ελεύθερη είσοδος
2) ( не занятый) ελεύθερος, κενός, άδειος -
5 пустовать
-туетρ.δ. είμαι, παραμένω άδειος, κενός•помещение -тует ο χώρος είναι άδειος.
-
6 полый
1. (пустой внутри, ничем не заполненный) άδειος, κενός, κούφιος, κοίλος 2. (разлившийся весной по вскрытии реки, вышедшей из берегов) ξεχειλισμένος, πλημμυρισμένος. полынь ο άψινθος, η αψινθίνηгорькая - η Αρτεμισία, τοπέλινοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полый
-
7 пустотелый
κοίλος, κούφιος, άδειος, κενός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пустотелый
-
8 право
право с το δίκ(α)ιο, το δικαίωμα· \право голоса το δικαίωμα ψήφου· (всеобщее) избирательное \право το (γενικό) εκλογικό δικαίωμα* \правоа и обязанности τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ◇ водительские \правоа η άδειος οδηγού (αυτοκινήτου)* * *сτο δίκ(α)ιο, το δικαίωμαпра́во го́лоса — το δικαίωμα ψήφου
(всео́бщее) избира́тельное пра́во — το (γενικό) εκλογικό δικαίωμα
права́ и обя́занности — τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις
••води́тельские права́ — η άδεια οδηγού (αυτοκινήτου)
-
9 незанятый
незанятыйприл ἐλεύθερος, διαθέσιμος, ἀδειος. -
10 незастроенный
незастроенныйприл ἄκτιστος, ἀνοικο-δόμητος, ἀδειος:\незастроенный участок τό ἄκτιστο[ν] οίκόπεδο[ν]. -
11 опустерый
опустерыйприл ἐγκαταλελειμμένος, \ ἔρημος, ἀδειος. -
12 полый
по́л||ыйприл1. (пустой) κενός, ἄδειος:\полыйая трубка κενός σωλήνας· 2.:\полыйая вода́ ἡ πλημμύρα. -
13 порожний
порожн||ийприл разг κενός, ἄδειος· ◊ переливать нз пустого в \порожнийее разг κοπανάω ἀέρα. -
14 пустой
пуст||ойприл1. κενός, ἄδειος/κούφιος (полый)/ ἀκατοίκητος (о жилье)/ ἔρημος (безлюдный):\пустой чемодан ἡ ἄδεια βαλίτσα· \пустойо́е пространство ὁ κενός χώρος, τό κενό·2. (бессодержательный) τιποτέ-νιος, κούφιος:\пустой человек τιποτένιος (или κούφιος) ἄνθρωπος· что за \пустойа́я голова! τί κούφιο κεφάλι!·3. (неосновательный, напрасный) μάταιος, φροῦδος, ἀβάσιμος:\пустойые слова λόγια τοῦ ἀέρα, ἀερολογήμα-τα, κενά λόγια· \пустойые обещания οἱ κενές ὑποσχέσεις, τά παχειά λόγια· \пустойые мечты τά μάταια ὀνειρα, οἱ φαντασιοκοπίες· \пустойая отговорка ἡ πρόφαση· ◊ с \пустойыми руками μέ ἄδεια χέρια· переливать из \пустойо́го в порожнее погов. κοπανώ ἀέρα, κάνω τόν ᾶνεμο κουβάρι, δεματιάζω τ' αὐγά· \пустойо́е место ἡ νοῦλα, τό μηδενικό. -
15 пусто
пустопредик безл (переводится личным оборотом) εἶμαι ἄδειος, εἶμαι ἔρη-μος:в комнате \пусто τό δωμάτιο ἡταν ἄδειο· ◊ чтоб ему \пусто -было! πού νά τόν πάρει ὁ διάβολος! -
16 пустовать
пустоватьнесов εἶμαι ἄδειος/ εἶμαι ἀκατοίκητος (т/с. о жилье)/ εἶμαι ἀκαλλιέργητος (о земле):театр пустует τό θέατρο εἶναι ἄδειο. -
17 тощий
тощ||ийприл1. (худой) ἰσχνός, λιπόσαρκος:\тощий человек ὁ ξερακιανός, ὁ κοκ-καλιάρης·2. (тонкий, пустой) ἀδειος, κενός:\тощий матра́с τό ξεφτισμένο στρώμα· \тощийая по́чва τό ἄγονο ἔδαφ'ος· ◊ на \тощий желу́док μ' ἄδειο στομάχι. -
18 холостой
холост||ойприл1. ἀνύπαντρος, μπε-κιάρικος, ἐργένικος, ἄγαμος:\холостойая жизнь ἡ ἐργένικη ζωή·2. воен. ἄσφαιρος, εἰκο-νικός:\холостой выстрел ὁ ἄσφαιρος πυροβολισμός, ἡ ἀσφαιρος βολή· \холостой патрон τό ἄσχραιρο φυσίγγιο·3. тех. ἀδειος, κενός, στά ἀδεια/ ξεφόρτωτος (без груза):\холостой ἡ κίνηση στά ἄδεια. -
19 шар
шарм ἡ σφαίρα/ геом. ὁ γλόμπος:бильярдный \шар ἡ μπίλια τοδ μπιλλιάρ-δου· земной \шар ἡ γήινη σφαίρα· возду́ш-ный \шар τό ἀερόστατο[ν]· ◊ хоть \шаро́м покати ἐντελώς ἄδειος. -
20 незанятый
[νιζάνιτυϊ] εκ. ελεύθερος, διαθέσιμος, άδειος
См. также в других словарях:
άδειος, -α, -ο — άδειος, εια, ειο αδειανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδειος — (I) ἄδειος, ον (Α) ο άφοβος, ο απτόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄ στερητ. + δFεῖος, το (= δέος, το) πρβλ. δει λός, δει νός]. (II) α, ο αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, αδειανός, κενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδειάζω υποχωρητικά (πρβλ. αγιάζω > άγιος). ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek
αδειάτος — η, ο και αδειατός, ή, ό [άδειος] 1. αυτός που έχει ευχέρεια χρόνου, ο εύκαιρος 2. κενός, άδειος, αδειανός … Dictionary of Greek
αδειανός — ή, ό 1. αυτός που δεν είναι απασχολημένος, ο εύκαιρος 2. κενός, άδειος 3. φρ. «αδειανά χέρια», χωρίς κάποιο δώρο, χωρίς κέρδος, άπρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κατάλ. ανος (πρβλ. λείος λειανός, σιγά σιγανός, άκρη ακριανός κ.λπ.). ΠΑΡ. αδειανάδα … Dictionary of Greek
κούφιος — α, ο 1. αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, άδειος 2. (για καρπούς, δόντια, ξύλα κ.λπ.) εσωτερικά φθαρμένος (α. «κούφιο καρύδι» β. «κούφιο δόντι») 3. (για ήχο) υπόκωφος 4. μτφ. αυτός που δεν έχει ουσία, επιφανειακός (α. «κούφια λόγια» β. «κούφιο… … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
άπορος — η, ο (AM ἄπορος, ον) [πόρος] φτωχός, ενδεής μσν. νεοελλ. 1. δυστυχισμένος, άθλιος 2. κακός, ανάξιος 3. (για κάστρο ή μοναστήρι) άδειος αρχ. μσν. 1. (για τόπο) δύσβατος, αδιάβατος 2. (για καταστάσεις) πολύ δύσκολος 3. το ουδ. ως ουσ. τό ἄπορον η… … Dictionary of Greek
άραχθος — Ποταμός (110 χλμ.) της Ηπείρου. Έχει λεκάνη με έκταση 1.890 τ. χλμ. Πηγάζει από τη θέση Οξιά του Δεσπότη και εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο. Λέγεται και ποτάμι της Άρτας. Σε τμήμα κοντά στις πηγές του ονομάζεται Μετσοβίτικος. Ο Μετσοβίτικος… … Dictionary of Greek
άραχνος — κ. άραχλος η, ο συφοριασμένος, δύστυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραχνιάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. άδειος < αδειάζω)] … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek