άγνωστο(ν)

  • 101προικοθήρας — ο, Ν αυτός που επιζητεί να πάρει με γάμο μεγάλη προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 σε άγνωστο ποιητή] …

    Dictionary of Greek

  • 102ρήσος — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί …

    Dictionary of Greek

  • 103ρεπερτόριο — το, Ν 1. το σύνολο τών θεατρικών ή μουσικών έργων που ερμηνεύονται από έναν θίασο, ένα συγκρότημα ή, γενικά, μια καλλιτεχνική ομάδα για μια ορισμένη περίοδο, δραματολόγιο («το φετινό ρεπερτόριο τού εθνικού θεάτρου είναι πλούσιο») 2. το σύνολο τών …

    Dictionary of Greek

  • 104ρησός — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί …

    Dictionary of Greek

  • 105σίνομαι — και σινοῡμαι και αμφβλ. ιων. τ. σινέομαι και αιολ. τ. σίννομαι και ενεργ τ. σίνω και σινῶ Α βλάπτω, καταστρέφω (α. [για τη Χάρυβδη] «ὅτε μοι σίνοιτό γ ἑταίρους», Ομ. Οδ. β) «ἐσίνοντο ἐπιόντες χώρους τῆς Ἀττικῆς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ …

    Dictionary of Greek

  • 106σιβύλλειος — α, ο / σιβύλλειος, εία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [Σίβυλλα] σιβυλλικός (α. «Σιβύλλειοι χρησμοί» συλλογή χρησμών οι οποίοι έχουν γραφεί σε διάφορες εποχές, από τον 2ο π.Χ. ώς τον 3ο μ. Χ. αιώνα, σε αρχαίους ελληνικούς εξάμετρους στίχους και… …

    Dictionary of Greek

  • 107σκλήνιον — τὸ, Α πιθ. άγνωστο είδος ιατρικού εργαλείου …

    Dictionary of Greek

  • 108σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις …

    Dictionary of Greek

  • 109σπανάκι — Μονοετές λαχανικό της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονική ονομασία σ. το λαχανώδες. Κατάγεται από την Ασία και ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες. Στην Ευρώπη άλλωστε έγινε γνωστό περίπου το 1000 μ.Χ. Από τότε, η… …

    Dictionary of Greek

  • 110σπινθαρίς — ίδος, ἡ, Α 1. άγνωστο είδος πουλιού που ονομάστηκε έτσι πιθανώς από τη λάμψη που εξέπεμπαν τα μάτια του 2. στον πληθ. αἱ σπινθαρίδες σπινθήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού σπινθήρ*, με υγρό ένθημα αρ και επίθημα ίς, ίδoς (πρβλ. ἐσχαρίς).… …

    Dictionary of Greek