άγαλμα

  • 41Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεσσήνης — Το μικρό αυτό μουσείο, που στεγάζει μέρος των ευρημάτων της αρχαίας Μεσσήνης, χτίστηκε μεταξύ του 1968 και του 1972 στο χωριό Μαυρομμάτι, που βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Στο αρχικό λιτό κτίριο έγιναν εκτεταμένες επισκευές κατά τη …

    Dictionary of Greek

  • 42Μουσείο, Αρχαιολογικό Πειραιά — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα κτίριο του 1966 (Χαριλάου Τρικούπη 31). Ανακαινίστηκε και εμπλουτίστηκε με τη συλλογή κεραμικής και μικροαντικειμένων το 1998, την ίδια χρονιά που τελείωσε και η αναστήλωση του μεγαλύτερου ταφικού μνημείου στην Ελλάδα …

    Dictionary of Greek

  • 43Ναυκύδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ν. ο πρεσβύτερος (5ος αι. π.Χ.).Γλύπτης. Καταγόταν από το Άργος και ήταν αδελφός του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου. Πρέπει να ήταν πολύ νεότερος από τον αδελφό του, γιατί ο Πλίνιος αναφέρει ότι έζησε κατά την 95η… …

    Dictionary of Greek

  • 44Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 45κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …

    Dictionary of Greek

  • 46ξόανο — Έτσι ονομάζονταν τα ξύλινα ή λίθινα αγάλματα ή είδωλα, που ήταν και τα πρώτα δοκίμια της ελληνικής γλυπτικής. Πίστευαν ότι είχαν πέσει από τον ουρανό και ότι ήταν έργα θεών ή ηρώων, γι’ αυτό και τα ονόμαζαν διιπετή και τα λάτρευαν με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 47πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …

    Dictionary of Greek

  • 48πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… …

    Dictionary of Greek

  • 49Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… …

    Dictionary of Greek

  • 50Αμύκλαι — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Σπουδαίος αρχαίος οικισμός, 5 χλμ. νότια της Σπάρτης. Κατοικήθηκε γύρω στο 2000 π.Χ. και παρουσίασε εξαιρετική άνθηση στην ύστερη φάση της μυκηναϊκής περιόδου. Από τότε φαίνεται πως είχε καθιερωθεί η λατρεία του… …

    Dictionary of Greek