-
1 άβολος
[аволос] εκ. неудобный, затруднительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άβολος
-
2 неудобный
-
3 беспокойный
беспоко́й||ныйприл1. (причиняющий беспокойство) μπελαλίδικος, ἐνοχλητικός, ᾶβολος:\беспокойныйная работа μπελαλίδικη δουλειά; \беспокойный ребенок τό ἄτακτο παιδί;2. (склонный к волнению) ἀνήσυχος/ἀνησυχαστικός, ἀνησυχητικός (выражающий беспокойство):\беспокойный человек ἀνήσυχος ἄνθρωπος \беспокойный сон ταραγμένος ὕπνος; \беспокойный вид ἀνησυχαστική ὀψη;3. (находящийся в возбуждении, в движении) ταραγμένος:\беспокойныйное море ταραγμένη θάλασσα. -
4 неблагоустроенный
неблагоустроенныйприл ἀπεριποίητος (о городе и т. ἡ.)/ ἄβολος, χωρίς ἀνέσεις (о квартире). -
5 неловкий
нело́в||кийприл1. (неуклюжий) ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος:\неловкийкое движение ἡ ἀδέξια κίνηση·2. (неудобный) ἀβολος:\неловкийкая по́за ἡ ἀβολη πόζα (или στάση)·3. (неискусный) ἀποτυχημένος, ἀτυχής·4. (за-труднительный, неприятный) δυσχερής, δύσκολος:я оказался в \неловкийком положении βρέθηκα σέ δύσκολη θέση. -
6 неудобный
неудо́бн||ыйприл1. ἀβολος, στενόχωρος'2. перен δύσκολος, δυσχερής:поставить кого́-л. в \неудобныйое положение φέρνω κάποιον σέ δύσκολη θέση. -
7 неуютный
неуютныйприл μή ἀναπαυτικός, χωρίς ἀνέσεις, ἄβολος. -
8 беспокойный
[μπισπακόϊνυϊ] εκ. άβολος -
9 беспокойный
[μπισπακόϊνυϊ] εκ. άβολος -
10 неловкий
[νιλόφκιΐ] εκ. αδέξιος, άβολος -
11 неудобный
[νιουντόμπνυϊ] επ. άβολος -
12 неуютный
[νιουγιούτνυΐ] επ. άβολος -
13 слабовольный
[σλαμπαβόλ'νυϊ] επ. άβολος -
14 беспокойный
[μπισπακόϊνυϊ] επ άβολος -
15 беспокойный
[μπισπακόϊνυϊ] επ άβολος -
16 неловкий
[νιλόφκιϊ] επ αδέξιος, άβολος -
17 неудобный
[νιουντόμπνυϊ] επ άβολος -
18 неуютный
[νιουγιούτνυϊ] επ άβολος -
19 слабовольный
[σλαμπαβόλ'νυϊ] επ άβολος -
20 неловкий
επ., βρ: -вок, -вка, -вко.1. αδέξιος, ανεπιτήδειος, νωθρός, οκνός•неловкий человек αδέξιος (μη σβέλτος) άνθρωπος•
-ое дви-жние αδέξια κίνηση.
2. μη βολικός άβολος, ανάβολος•лежоть в -ом положении ξαπλώνω κάπως στενόχωρα.
|| δυσχερής, δύσκολος•-ое положение δυσχερής κατάσταση ή θέση•
поставить кого-н. в -ое положение φέρνω κάποιον σε δυσχερή θέση•
попасть в -ое положение περιέρχομαι σε δύσκολη κατάσταση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄβολος — that has not shed his foal teeth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβολος — (I) ἄβολος, ον (Α) 1. (για το πουλάρι) αυτό που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα δόντια του 2. (για το γέρικο άλογο) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βολή < βάλλω]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο … Dictionary of Greek
άβολος — η, ο αυτός που δεν προσφέρει βολή, άνεση: Το σπίτι ήταν μικρό κι άβολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβόλως — ἄβολος that has not shed his foal teeth adverbial ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβολον — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem acc sg ἄβολος that has not shed his foal teeth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόλοις — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόλου — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόλους — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόλων — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβολα — ἄβολος that has not shed his foal teeth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβολοι — ἄβολος that has not shed his foal teeth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)