-
1 φοβούμαι
[фовумэ] р. бояться, страшиться.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φοβούμαι
-
2 бояться
бояться φοβούμαι, τρέμω я боюсь, что... φοβούμαι πως...* * *φοβούμαι, τρέμωя бою́сь, что... — φοβούμαι πως...
-
3 бояться
боюсь, боишься, ρ.δ.φοβούμαι, πτοούμαι•бояться собак φοβούμαι τα σκυλιά.
|| ανησυχώ•боюсь что, он не придет φοβούμαι, μήπως αυτός δεν έρθει.
|| δεν αγαπώ, δεν μου αρέσει, δεν ευδοκιμώ•растения -ятся темноты τα φυτά δεν αγαπούν το σκοτάδι (θέλουν φως).
εκφρ.не бойся, -тесь – μη φοβάσαι, -στε, μην αμφιβάλλεις, -ετε•боюсь сказать, назвать – κ.τ.τ. φοβούμαι (διστάζω) να πω, να ονομάσω.бра, ουδ. ακλ.λαμπτήρας τοίχου. -
4 трусить
тру/ сить 1трушу, трусишьρ.δ.δειλιάζω, φοβούμαι, κιοτεύω, λιγοψυχώ. || φοβούμαι•трусить наказания φοβούμαι τις τιμωρίες.
труси/ть 2трушу, трусишьρ.δ.μ. (απλ.) τινάζω, σείω•трусить муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το τσουβάλι•
трусить груши τινάζω τα αχλάδια (από την αχλαδιά).
1. τινάζομαι, σείομαι.2. τρέμω (από το κρύο, φόβο κ.τ.τ.).труси/ть 3трушу, трусишьρ.δ.(για ζώα) • τρέχω με γρήγορα βηματάκια. || πηγαίνω τροκ, τροχάζω (σε ζώο). || (για άνθρωπο) γοργοβαδιζω. -
5 бояться
боятьсянесов φοβούμαι, φοβάμαι:он ничего́ не боится δέν φοβάται τίποτε; боюсь, что не... φοβούμαι ὀτι δέν...; боюсь опоздать φοβάμαι μήπως ἀργήσω; \бояться темноты φοβάμαι τό σκοτάδι1 \бояться за кого-л. ἀνησυχῶ γιά κάποιον эти цветы боятся сырости τά λουλούδια αὐτά τά πειράζει ἡ ὑγρασία1 не бойтесь μή φοβάστε, μήν ἀνησυχείτε. -
6 заботить
-очу, -отишьρ.δ.μ. ανησυχώ, με ανησυχεί, με τρώει η σκέψη• φοβούμαι•отца -ла судьба своего сына τον πατέρα ανησυχούσε η τύχη του παιδιού του•
это его мало -ит αυτό λίγο τον ανησυχεί.
1. ανησυχώ, φοβούμαι.2. ενδιαφέρομαι, φροντίζω, μεριμνώ, κοιτάζω, νοιάζομαι•я нимало не -чусь о нем καθόλου δε φροντίζω γι’ αυτόν•
он мало --ится о своем здоровье αυτός λίγο ενδιαφέρεται για την υγεία του•
заботить о чьих выгодах φροντίζω για τα συμφέροντα κάποιου.
-
7 опасаться
-аюсь, -аешься ρ.δ.1. φοβούμαι•опасаться врагов φοβούμαι τους εχθρούς.
|| ανησυχώ για κάτι, διστάζω..2. αποφεύγω, φυλάγομαι•опасаться сквозняков φυλάγομαι από ρεύμα•
опасаться мыться холодной водой αποφεύγω να πλύνομαι με κρύο νερό.
-
8 переболеть
ρ.σ.1. αρρωσταίνω, ασθενώ•переболеть тифом αρρωσταίνω από τύφο.
|| μτφ. υποφέρω, πονώ.2. περνώ πολλές αρρώστειες. || (για όλους ή πολλούς) αρρωσταίνω•все дети -ли корью όλα τα παιδιά αρρώστησαν από ιλαρά.
εκφρ.переболеть сердцем – υποφέρω ψυχικά, καρδιο-σώνομαι, βασανίζεται η καρδιά μου (ανησυχώ πολύ, φοβούμαι υπερβολικά).-йтρ.σ. πονώ πολύ, έχω μεγάλο πόνο.εκφρ.душа -ла ή сердце -ло – ανησυχώ, φοβούμαι πάρα πολύ. -
9 чтоб
κ. чтобы1. σύνδ. τελικός• γιανα,να•я сделаю всё чтоб успокоит вас θα κάνω το παν, για να σας καθησυχάζω•
тороплюсь чтоб успеть на поезд βιάζομαι, για να προκάνω το τρένο•
он любит чтоб ему льстили αυτός αγαπά να τον κολακεύουν.
2. σύνδ. ειδικός•ότι, πως•сомневаюсь чтоб это удастся αμφιβάλλω πως θα πετύχει αυτό•
чтоб не μήπως, για να μη•
боюсь чтоб он не простудился φοβούμαι μήπως αυτός κρυολογήσει ή φοβούμαι να μην κρυολογήσει.
|| (για χρόνο) που, οπότε•3. μόριο• α) με σημ. διαταγής ή διαγωγής•чтоб этого больше не было! για να μην ξαναγίνει (επαναληφθεί) αυτό!•
чтоб тебя больше не видел! να μη σε ξαναδώ πια! β) είθε, μακάρι, άμποτε•
чтоб он лопнул! μακάρι να έσκαζε!
-
10 пугать
-
11 пугаться
τρομάζω, φοβούμαιне пуга́йся! — μη φοβάσαι!
-
12 опасаться
опас||атьсянесов1. φοβοῦμαι:можно \опасаться, что... ὑπόρχει φόβος, πώς...·2. (избегать) ἀποφεύγω. -
13 опасение
опас||ениес ὁ φόβος:иметь \опасениеення φοβούμαι μήπως· смотреть с \опасениеением βλέπω κάτι μέ φόβο· вызывать \опасениеения προξενώ ἀνησυχία. -
14 оробеть
оробетьсов φοβούμαι, δειλιάζω, διστάζω / τά σαστίζω, τά χάνω (растеряться). -
15 перепугаться
перепуг||атьсяφοβοῦμαι,-ρομάζω (άμετ.). -
16 побаиваться
побаиватьсянесов φοβούμαι λιγάκι. -
17 пугаться
пугать||сяφοβάμαι, φοβοῦμαι, τρομάζω, σκιάζομαι, πτοῦβμαι: -
18 страшиться
страшить||сяφόβοῦμαι, τρομάζω (άμετ.). -
19 страшно
страшн||о1. нареч φοβερά, τρομερά·2. нареч (сильно) разг φοβερά, τρομερά, πάρα πολύ:я \страшно обрадовался χάρηκα φοβερά·3. предик безл:\страшно подумать... εἶναι τρομερό νά σκέπτεται κανείς...· мне \страшно φοβούμαι. -
20 трусить
тру́сить Iнесов φοβούμαι, δειλιάζω, τρέμω:\трусить перед кем-л. τρέμω μπροστά σέ κάποιον.трусить IIнесов (трясти) τινάζω.трусить IIIнесов (бежать рысцой) разг τρέχω μέ μικρό καλπασμό, τροχάζω.
См. также в других словарях:
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek
φοβούμαι — και φοβάμαι φοβήθηκα, φοβισμένος 1. μτβ. και αμτβ., με πιάνει φόβος, αισθάνομαι φόβο, δοκιμάζω το συναίσθημα του κινδύνου, τρομάζω, δειλιάζω, λιγοψυχώ, σκιάζομαι: Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. 2. ανησυχώ για κάτι, είμαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοβούμαι — → δες φοβάμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φοβοῦμαι — φοβέω put to flight pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… … Dictionary of Greek
φοβάμαι — (σπάν. φοβούμαι), φοβήθηκα, φοβισμένος βλ. πίν. 79 Σημειώσεις: φοβάμαι : ο τύπος φοβούμαι είναι σπάνιος και απαντάται κυρίως σε εκφρ. όπως φοβούμαι ότι (→ υποψιάζομαι ότι θα γίνει κάτι δυσάρεστο) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
άζομαι — ἅζομαι (Α) (μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. κατέχομαι από δέος, από ιερό φόβο, ευλαβούμαι, φοβούμαι (ιδιαίτερα θεούς) 2. φοβούμαι να κάνω κάτι, διστάζω. Η μετοχή ἁζόμενος και απολύτως «φοβισμένος, γεμάτος δέος». Από το ενεργητικό απαντά… … Dictionary of Greek
περιδείδω — Α 1. έχω μεγάλο φόβο, φοβούμαι πολύ για κάτι 2. φοβούμαι πάρα πολύ να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δείδω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek
ψυχοφοβούμαι — έομαι, Μ φοβούμαι ενδόμυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φοβοῦμαι] … Dictionary of Greek
Nikos Kazantzakis — For the municipality on Crete see Nikos Kazantzakis (municipality). Nikos Kazantzakis Born February 18, 1883(1883 02 18) Heraklion, Crete, Ottoman Empire (now … Wikipedia
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia