Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Ταξίδι

  • 1 ταξίδι

    [такснаи] ουσ. о. путешествие, поездка, странствие,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ταξίδι

  • 2 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 3 путь

    путь м 1) (дорога) о δρόμος, η πορεία· по пути στο δρόμο· на обратном пути στην επιστροφή 2) (поездка) το ταξίδι· счастливого пути! καλό ταξίδι!
    * * *
    м
    1) ( дорога) ο δρόμος, η πορεία

    по пути́ — στο δρόμο

    на обра́тном пути́ — στην επιστροφή

    2) ( поездка) το ταξίδι

    счастли́вого пути́! — καλό ταξίδι!

    Русско-греческий словарь > путь

  • 4 поездка

    θ.
    ταξίδι, τουρνέ• εκδρομή•

    вернуться из -и γυρίζω από το ταξίδι•

    увеселительная поездка ταξίδι αναψυχής•

    совершить -у κάνω ταξίδι, ταξιδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > поездка

  • 5 дорога

    дорог||а
    ж
    1. ὁ δρόμος:
    проселочная \дорога ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная \дорога ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная \дорога ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая \дорога ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная \дорога ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная \дорога ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная \дорога а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с \дорогаи прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·
    2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:
    дальняя \дорога ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в \дорогау ξεκινώ γιά ταξίδι·
    3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση [-ις], ἡ δίοδος, τό πέρασμα:
    дайте мне \дорогау! κάντε μου δρόμο!· уступить \дорогау кому́-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная \дорога ὁ σιδηρόδρομος· идти своей \дорогаой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по \дорогае (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по \дорогае οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе́ \дорогау ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине \дорогаи στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому́-л. поперек \дорогаи γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему́ и \дорога! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью \дорогаΙ νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη.

    Русско-новогреческий словарь > дорога

  • 6 путь

    пут||ь
    м
    1. (дорога) ὁ δρόμος, ἡ ὁδός/ ж.-д. ἡ γραμμή:
    запасной \путь ἡ πλαγία γραμμή· \путьй сообщения οἱ συγκοινωνίες· санный \путь δρόμος γιά τά ἐλκηθρα· морской \путь ἡ θαλασσία ὀδός· во́дным \путьем διά θαλασσής· воздушным \путьем ἀεροπορικώς· на моем \путьй στό δρόμο μου· проложить \путь (тж. перен) ἀνοίγω δρόμο· сбиться с \путьй а) χάνω τό δρόμο, б) перен παρεκκλίνω (или ἐκτρέπομαι) ἀπ' τόν δρόμο·
    2. перен ὁ δρόμος, ἡ ὁδός:
    по ленинскому \путьй στό δρόμο τοῦ λενι-νισμοδ· \путь к миру ὁ δρόμος πρός τήν εἰρήνη·
    3. (путешествие) τό ταξίδι:
    пуститься в \путь ξεκινώ γιά ταξίδι· счастливого \путьй! καλό ταξίδι!· держать \путь κατευθύνομαι, πορεύομαι, πηγαίνω· в двух днях \путьй от... δυό μέρες δρόμος ἀπό...·
    4. \путьи мн. анат. οἱ πόροι:
    дыхательные \путьи́ τα ἀναπνευστικά ὀργανα· желчные \путьй τά χολαγωγά ἀγγεΐα·
    5. (способ) τό μέσο[ν], ὁ τρόπος:
    каки́м \путьем? μέ τί τρόπο;· любым \путьем μέ κάθε μέσο, μέ κάθε τρόπο· тем или иным \путьем μέ τόν δνα ἡ τόν ἄλλο τρόπο· окольным \путьем, окольными \путьями ἐμμεσα, ἐμμέσως, ἀπό πλάγιο δρόμο· ◊ последний \путь ἡ κηδεία, τό τελευταίο ταξ(ε)ίδι· по \путьй στό δρόμο μου, καθ' ὀδόν наставить кого́-л. на \путь истины βάζω (или φέρνω) κάποιον στον ἰσιο δρόμο· совратить с \путьй ξεμυαλίζω, ἀποπλανώ· Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας.

    Русско-новогреческий словарь > путь

  • 7 путь

    α.
    1. δρόμος, οδός•

    прямой путь ίσιος δρόμος•

    широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•

    санный путь ελκηθόδρομος•

    заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•

    воздушный путь αεροπορική γραμμή.

    2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•

    каким -м? με τι τρόπο;•

    любым -м με κάθε τρόπο.

    3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•

    дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.

    4. ταξίδι•

    направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.

    5. δρομολόγιο•

    путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•

    держать путь τηρώ την κατεύθυνση.

    || μέσον•

    путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.

    6. όφελος, κέρδος•

    коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.

    εκφρ.
    жизненный путь – η πορεία της ζωής•
    окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•
    путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•
    - и сообщения – η συγκοινωνία•
    без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•
    на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•
    по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•
    не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•
    забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•
    быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•
    вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•
    стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•
    стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•
    стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > путь

  • 8 путь

    1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορεία
    - движения мех. η διαδρομή
    Млечный - астр. о Γαλαξίας
    2. (расстояние) η απόσταση
    тормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος
    3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργανα
    дыхательные - αναπνευστικά -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь

  • 9 рейс

    1. ав. η πτήση
    регулярный - τακτική -, προγραμματισμένη -
    2. (авто) το ταξίδι, η διαδρομή, το δρομολόγιο 3. ж.-д. η διαδρομή,το δρομολόγιο1 порожний - κενό φορτίου 4. мор. ο πλους, ο διάπλους, το ταξίδι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейс

  • 10 дальний

    дальний μακρινός, μακρύς·\дальний путь о μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι ◇ \дальний родственник ο μακρινός συγγενής
    * * *
    μακρινός, μακρύς

    да́льний путь — ο μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι

    ••

    да́льний ро́дственник — ο μακρινός συγγενής

    Русско-греческий словарь > дальний

  • 11 езда

    езда ж (действие) η δια δρομή, το ταξίδι (με μεταφορι κό μέσο) \езда на велосипеде η ποδηλασία верховая \езда η ιππασία в двух часах \ездаы от... δύο ώρες δρόμο από...
    * * *
    ж
    ( действие) η διαδρομή, το ταξίδι (με μεταφορικό μέσο)

    езда́ на велосипе́де — η ποδηλασία

    верхова́я езда́ — η ιππασία

    в двух часа́х езды́ от... — δύο ώρες δρόμο από...

    Русско-греческий словарь > езда

  • 12 поездка

    поездка ж το ταξίδι· η εκδρομή (загородная)
    * * *
    ж
    το ταξίδι; η εκδρομή ( загородная)

    Русско-греческий словарь > поездка

  • 13 путёвка

    путёвка ж το φύλλο πορείας* η άδεια για τουριστικό ταξίδι (туристическая)· — в дом отдыха η θέση για σπίτι ανάπαυσης
    * * *
    ж
    το φύλλο πορείας; η άδεια για το υριστικό ταξίδι ( туристическая)

    путёвка в дом о́тдыха — η θέση για σπίτι ανάπαυσης

    Русско-греческий словарь > путёвка

  • 14 путешествие

    путешествие с το ταξίδι, ο γύρος· \путешествие вокруг света о γύρος του κόσμου
    * * *
    с
    το ταξίδι, ο γύρος

    путеше́ствие вокру́г све́та — ο γύρος το υ κόσμου

    Русско-греческий словарь > путешествие

  • 15 счастливый

    счастливый ευτυχής, ευτυχισμένος· τυχερός (удачный) ◇ \счастливыйого пути! καλό ταξίδι!
    * * *
    ευτυχής, ευτυχισμένος; τυχερός ( удачный)
    ••

    счастли́вого пути́! — καλό ταξίδι!

    Русско-греческий словарь > счастливый

  • 16 плавание

    плавание
    с
    1. τό κολύμπι, τό κολύμ-βημα, ἡ κολύμβηση [-ις]·
    2. (на судах) ὁ πλοῦς, τό πλεύσιμο, ἡ θαλασσοπορία, ἡ ρότα:
    каботажное \плавание ἡ ἀκτοπλοΐα· кругосветное \плавание ὁ γύρος τοῦ κόσμου μέ πλοίο, ὁ γῦρος τοῦ κόσμου διά θαλάσσης· дальнее \плавание ὁ μακρινός πλοῦς, τό μακρινό θαλασσινό ταξίδι, ἡ ὠκεανο-πλοΐα· отправляться в \плавание σαλπάρω, ἀποπλέω, ξεκινώ γιά ταξίδι.

    Русско-новогреческий словарь > плавание

  • 17 поездка

    поездка
    ж τό ταξίδι:
    загородная \поездка ἡ ἐκδρομή· увеселительная \поездка τό ταξίδι ἀναψυχής.

    Русско-новогреческий словарь > поездка

  • 18 путешествие

    путешествие
    с τό ταξίδι, ὁ πλους, ὁ διάπλους/ ἡ θαλασσοπορία (по морю):
    кругосветное \путешествие ὁ γῦρος τοῦ κόσμου· совершить \путешествие κάνω ταξίδι.

    Русско-новогреческий словарь > путешествие

  • 19 отъездить

    -езжу, -ездишь
    ρ.σ.
    1. ταξιδεύω.
    2. τελειώνω το ταξίδι.
    τελειώνω το ταξίδι.

    Большой русско-греческий словарь > отъездить

  • 20 проездить

    -езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проезженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.
    1. ταξιδεύω.
    2. ξοδεύω στο ταξίδι.
    3. μαθαίνω ιππασία.
    1. παλ. ταξιδεύω.
    2. καταξοδεύομαι στο ταξίδι ή στα ταξίδια.

    Большой русско-греческий словарь > проездить

См. также в других словарях:

  • ταξίδι — και ταξείδι, το / ταξίδιον και ταξείδιον ΝΜ μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον, ιδίως μακρινό, με τη χρησιμοποίηση μέσου μεταφοράς νεοελλ. 1. φρ. α) «αγύριστο ταξίδι» μτφ. ο θάνατος β) «καλό ταξίδι» ευχή σε άτομο που πρόκειται να ταξιδέψει γ)… …   Dictionary of Greek

  • ταξίδι — το ιού 1. μετάβαση σε μακρινό τόπο με μεταφορικό μέσο, αποδημία. 2. μτφ., «αγύριστο ταξίδι», ο θάνατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Κολόμβος, Χριστόφορος — (Cristoforo Colombo, Γένοβα 1451 – Βαγιαδολίδ 1506). Ιταλός θαλασσοπόρος που ανακάλυψε την αμερικανική ήπειρο. Οι πληροφορίες για τη νεανική του ηλικία είναι ασαφείς. Φαίνεται ότι έως τα 22 του χρόνια είχε ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»