Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Συλλυπητήρια

См. также в других словарях:

  • συλλυπητήρια — τα έκφραση λύπης σε κάποιον που λυπάται ή πενθεί: Εκφράζω τα συλλυπητήριά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλυπητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που χρησιμοποιείται για να εκφράσει κανείς τη λύπη του μαζί με άλλους για ένα δυσάρεστο γεγονός, ιδίως τη συμμετοχή του σε πένθος («συλλυπητήριο τηλεγράφημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συλλυπητήρια λόγια, παρηγορητικές… …   Dictionary of Greek

  • Врацанос, Антонис — Антонис Врацанос (Ангелулис) (греч. Αντώνης Βρατσάνος (Αγγελούλης), 1919 год Лариса (город)  25 ноября , 2008 года Афины) греческий коммунист, один из самых известных диверсантов греческого Сопротивления 1941 1944 гг. (Народно… …   Википедия

  • αλληλοσυλλυπούμαι — δέχομαι τα συλλυπητήρια κάποιου και αντίστοιχα τόν συλλυπούμαι και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συλλυπούμαι] …   Dictionary of Greek

  • επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • Μοσχονάς, Δημήτριος — (1839 – 1895). Αιγυπτιολόγος, λεξικογράφος και δημοσιογράφος. Καταγόταν από τη Λέρο και σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου επιδόθηκε με ζήλο στη σπουδή των ιερογλυφικών. Διετέλεσε μέλος διαφόρων επιστημονικών σωματείων και το 1882,… …   Dictionary of Greek

  • επίσκεψη — η 1. το να πηγαίνει κάποιος κάπου για να παρατηρήσει, να εξετάσει ή να θαυμάσει κάτι: Επίσκεψη στην Ακρόπολη. 2. η προσέλευση κάποιου στο σπίτι γνωστού του για χαιρετισμό, ευχές, συλλυπητήρια κτλ. 3. η μετάβαση γιατρού σε κάποιον άρρωστο για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»