Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Συγγνώμη

  • 1 извинить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извиненный, βρ: -нён, -нена, -нено.
    1. συγχωρώ•

    -йте! συγγνώμη!•

    прошу извинить меня за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση•

    -те что я пришл не во время με συγχωρείτε που ήρθα σε ακατάλληλ.η ώρα.

    εκφρ.
    извини(те); нет, извините; нет уж (это) извините извинить – (για διαφωνία, διαμαρτυρία) με συγχωρείτε; όχι με συγχωρείτε, με συγχωρεί η αγάπη σας•
    извините за выражение – με συγχωρείτε για την έκφραση.
    1. ζητώ συγγνώμη.
    2. παλ. δικαιολογούμαι (ζητώ συγγνώμη δικαολογούμενος).

    Большой русско-греческий словарь > извинить

  • 2 пардон

    παλ.
    1. επιφ. συγγνώμη, παρντόν.
    2. ουσ. пардон
    -у συγγνώμη, συγχώρηση• προ•

    пардон сить -у ζητώ συγγνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > пардон

  • 3 извинение

    извинение
    с ἡ συγγνώμη:
    просить -\извинениеения ζητώ συγγνώμη.

    Русско-новогреческий словарь > извинение

  • 4 извинение

    ουδ.
    1. συγγνώμη, συγχώρεση•

    прошу -я за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση.

    2. δικαιολογία•

    болезнь служит ему -ем αυτός προβάλλει την αρρώστεια σαν δικαιολογία.

    Большой русско-греческий словарь > извинение

  • 5 прощение

    ουδ.
    συγχώρηση, συγγνώμη. || απαλλαγή από χρέος• άφεση.
    εκφρ.
    прошу -я – ζητώ συγγνώμη•
    прощение грехов – άφεση (συγχώρηση) αμαρτιών.

    Большой русско-греческий словарь > прощение

  • 6 извинениеить

    извинение||и́ть
    сов см. извинять· \извинениеитьи́те меня, пожалуйста! σᾶς ζητώ συγγνώμη!, μέ συγχωρείτε!, <η-Τ)'νώμηΙ, νά μέ συμπαθάτε!· и у уж \извинениеить-ите1 й. ὄχι νά μέ συμπαθάτε.

    Русско-новогреческий словарь > извинениеить

  • 7 извинениеяться

    извинение||яться
    (перед кем-л.) ζητώ συγγνώμη.

    Русско-новогреческий словарь > извинениеяться

  • 8 перед

    перед I
    предлог с твор. п.
    1. (при обозначении места) μπροστά, ἐνώπιον, ἔμπροσ-θεν:
    \перед домом μπροστά στό σπίτι· \перед дверьми́ πρό τῶν θυρών, μπροστά στήν πόρτα· передо мной μπροστά μου, ἐνώπιον μου· \перед глазами μπροστά στά μάτια·
    2. (при обозначении времени) πρίν, πρό:
    \перед восходом со́лица πρίν ἀνατείλει ὁ ήλιος, πρό τῆς ἀνατολής τοῦ ήλίου· \перед обедом πρό τοῦ φαγητοῦ· \перед началом занятий πρίν ἀπό τήν Εναρξη τῶν μαθημάτων, πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων \передтем, как выйти и́з дому πρίν ἔβγω ἀπό τό σπίτι·
    3. (по отношению к кому-л., чему-л.) προς, παρά:
    долг \перед Родиной^ τό καθήκον πρός τήν πατρίδα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγγνώμη ἀπό κάποιον
    4. (по сравнению) ἐν συγκρίσει:
    они́ ничто́ \перед ним αὐτοί δέν εἶναι τίποτε ἐν συγκρίσει μ' αὐτόν.
    перед II
    м τό μπροστινό μέρος:
    \перед дома ἡ πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > перед

  • 9 просить

    просить
    несов
    1. ζητώ, αίτιο, παρακαλώ/ ἐκλιπαρώ (настойчиво):
    \просить разрешения ζήτω ἀδεια· \просить извинения (совета) ζήτω συγγνώμη (συμβουλή)· \просить милостыню ζήτω ἐλεημοσύνη· \просить за товарища παρακαλώ γιά χάρη τοῦ συντρόφου μου·
    2. (приглашать) (προσ)καλῶ:
    прошу вас, садитесь καθήστε σας παρακαλώ· \просить гостей к столу́ (προσ)καλώ τους ἐπισκέπτες νά καθίσουν στό-τραπέζι.

    Русско-новогреческий словарь > просить

  • 10 прощение

    прощени||е
    с ἡ συγχώρηση [-ις], ἡ συγγνώμη, ἡ ᾶφεση [-ις]:
    прошу́ \прощениея μέ συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμην.

    Русско-новогреческий словарь > прощение

  • 11 извинение

    [ιζβτνιένιιε] ουσ. ο. συγγνώμη

    Русско-греческий новый словарь > извинение

  • 12 извинение

    [ιζβτνιένιιε] ουσ ο συγγνώμη

    Русско-эллинский словарь > извинение

  • 13 винить

    ρ.σ.μ.
    κατηγορώ, ενοχοποιώ• μέμφομαι, κατακρίνω.
    παραδέχομαι το σφάλμα μου• ζητώ συγγνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > винить

  • 14 извинительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. συγχωρητέος, συγχωρήσιμος, συγχωρητός αφέσιμος•

    -ая ощибка συγχωρητέο λάθος.

    2. συγχωρητήριος, συγχωρητικός•

    -ое письмо συγχωρητήριο γράμμα (που ζητά κάποιος συγγνώμη).

    Большой русско-греческий словарь > извинительный

  • 15 осудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осужденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.
    1. καταδικάζω•

    осудить преступника καταδικάζω τον εγκληματία•

    заочно осудить καταδικάζω ερήμην.

    2. κατακρίνω, αποδοκιμάζω•

    все осудили его по-ведние όλοι κατέκριναν τη συμπεριφορά του.

    3. προκαθορίζω•

    рок их -ил на разлуку η μοίρα τους καταδίκασε σε χωρισμό.

    εκφρ.
    не -иπαλ. συγχώρησε με, συγγνώμη σου ζητώ.

    Большой русско-греческий словарь > осудить

  • 16 перед

    κ. передо πρόθ. με οργν.
    1. μπροστά, εμπρός, ενώπιον, έμπροσθεν, προ•

    он стойл передо мной αυτός καθότανε μπροστά μου•

    перед ним вдруг появился его отец μπροστά του ξαφνικά εμφανίστηκε ο πατέρας του•

    не отступать перед трудностями δεν υποχωρώ μπροστά στις δυσκολίες•

    извиниться перед учителем ζητώ συγγνώμη από το δάσκαλο•

    он ничто перед ним αυτός δεν είναι τίποτε μπροστά σ αυτόν.

    2. πριν, προ, προτού•

    это было перед моим поступлением в школу αυτό συνέβηκε πριν αρχίσω να πηγαίνω στο σχολείο•

    перед замужеством πριν την παντρεί,ά•

    перед едой принимала лекарство αυτή πριν το φαγητό έπαιρνε φάρμακο.

    || νωρίτερα, πρωτύτερα, προηγούμενα•

    он приехал перед нами αυτός ήρθε νωρίτερα από μας.

    3. προς, για•

    долг перед родиной το καθήκο προς την πατρίδα.

    Большой русско-греческий словарь > перед

  • 17 повиниться

    ρ.σ. παραδέχομαι το σφάλμα μου ζητώ συγγνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > повиниться

  • 18 просить

    прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. ζητώ, αιτώ•

    просить помощи ζητώ βοήθεια•

    просить прощения ζητώ συγγνώμη.

    || προτείνω, παρακαλώ•

    -шу садиться παρακαλώ καθήστε•

    здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•

    просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.

    2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.
    3. (προσ)καλώ, φωνάζω.
    4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•

    он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.

    5. ζητώ ελεημοσύνη.
    6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.
    εκφρ.
    прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.
    1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•

    просить отпуск ζητώ άδεια•

    просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.

    2. αιτούμαι, ζητώ•

    просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.

    3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.
    εκφρ.
    просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω).

    Большой русско-греческий словарь > просить

См. также в других словарях:

  • συγγνώμη — συγγνώμη, η και συγνώμη, η 1. συγχώρηση, άφεση παραπτώματος: Σου ζητώ συγνώμη για το κακό που σου έκανα. 2. «Συγνώμη», με συγχωρείτε: Συγνώμη, να περάσω! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγνώμη — fellow feeling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνώμῃ — συγγνώμη fellow feeling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… …   Dictionary of Greek

  • ξυγγνώμη — συγγνώμη fellow feeling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγνώμην — συγγνώμη fellow feeling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγνώμης — συγγνώμη fellow feeling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνῶμαι — συγγνώμη fellow feeling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνώμαις — συγγνώμη fellow feeling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνώμην — συγγνώμη fellow feeling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνώμης — συγγνώμη fellow feeling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»