-
1 предыскание
η προεπιλογήдвойное - διπλή -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предыскание
-
2 преселекция
η προεπιλογή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преселекция
См. также в других словарях:
προεπιλογή — η, Ν 1. (τηλεφ.) το πρώτο στάδιο αναζήτησης τής γραμμής τού καλούμενου συνδρομητή στην αυτόματη τηλεφωνία 2. (ραδιοφ.) η πρώτη επιλογή ανάμεσα στις διάφορες εκπομπές που φθάνουν στην κεραία τού ραδιοφωνικού δέκτη … Dictionary of Greek