Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Πολιτείες

  • 1 Соединённые Штаты Америки

    = США
    Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Ε.Π.Α), ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Η.Π.Α)

    Русско-греческий словарь > Соединённые Штаты Америки

  • 2 губернатор

    α.
    1. κυβερνήτης, νομάρχης (στην προεπν. Ρωσία).
    2. κυβερνήτης σε μερικές αποικίες καθώς και στις πολιτείες της Αμερικής.

    Большой русско-греческий словарь > губернатор

  • 3 соединённый

    επ. από μτχ.
    ενωμένος, ενιαίος• κοινός•

    -ые силы ενωμένες δυνάμεις•

    -ыми усилиями με κοινές προσπάθειες•

    соединённый флот трёх держав ο ενωμένος στόλος τριών Δυνάμεων.-ые штаты америки Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

    Большой русско-греческий словарь > соединённый

  • 4 штат

    α.
    η πολιτεία•

    Соединённые Штаты Америки Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

    εκφρ.
    генеральные -ы – γενικές συνελεύσεις παλαιά στη Γαλλία και Κάτω-χώρες.
    α.
    το προσωπικό•

    сокращение -ов – μείωση του προσωπικού.

    || κανονισμός ή αριθμός προσωπικού•

    утверждать -ы – εγκρίνω τον αριθμό του προσωπικού•

    по -у полагается – προβλέπεται από τον κανονισμό προσωπικού.

    εκφρ.
    остаться за -омπαλ. α) μένω έξω από το προσωοικό (δε συμπεριλαβαίνομαι). β) θεωρούμαι περίσσιος ή άχρηστος.

    Большой русско-греческий словарь > штат

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Μικρονησία — Νησιωτικό κράτος του δυτικού Ειρηνικού ωκεανού.Η Μ. είναι ομόσπονδο κράτος και διαιρείται διοικητικά σε τέσσερις πολιτείες (σε παρένθεση η τοπική ονομασία): Kουκ, πρώην Τρουκ (Chuuk, πρώην Truk), Κοσράε ή Kουσάιε (Kosrae ή Kosaie), Πόνπεϊ, πρώην… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • ποτοαπαγόρευση — Κίνηση που εκδηλώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα για την απαγόρευση της παραγωγής, της πώλησης και της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Από το 1871 χρονολογείται η πρώτη νόμιμη απαγόρευση, στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»