-
1 вместимость
η χωρητικότηταваловая - мор. см. полная -полная - мор. ολική -регистровая мор. - η καταγεγραμμένη/ νηολογημένη -чистая - мор. καθαρά -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вместимость
-
2 звено
1. (авт., мех) ο κρίκος, ο σύνδεσμος, η άρθρωση, το στοιχείο, η μονάδα. - без контрфорса (якорной цепи) - χωρίς στυλίσκο (αλύσεως της άγκυρας)ведомое - δευτερεύων -, οδηγούμενος -ведущее - το πρωτεύων στοιχείο, ο οδηγόςвертлюжное мех. - της στρέψης, το στριφτάρι- гусеницы - της ερπύστριας, το πέδιλοцепное - см. - цепи 2. хим. η μονάδαмономерное - μονομερική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звено
-
3 капель
капельж разг τό λυώσιμο τοῦ χιο-νιοῦ (капание)/ τό στάξιμο (капли). -
4 лиф
лифм ὁ μπούστος, τό στήθος φουστα-νιοῦ. -
5 расплющить
-щу, -щишьρ.σ.μ.1. πλατύνω με πίεση ή χτυπήματα• πλακουτσώνω•расплющить голов— ку заклпки πλατύνω το κεφάλι του πριτσι-νιού.
2. συνθλίβω, σπάζω•расплющить орех σπάζω το καρύδι.
|| συμπιέζω, πατικώνω.πλατύ-νομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
Νιου Χαμσάιρ — (New Hampshire). Πολιτεία (24,032 τ. χλμ., 1.259.181 κάτ. το 2001) των βορειοανατολικών ΗΠΑ στο διαμέρισμα της Νέας Αγγλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα ΝΑ και συνορεύει με τον Καναδά στα Β και με τις ομόσπονδες Πολιτείες Μέιν στα Α,… … Dictionary of Greek
Νιου Γιορκ — (New York). Ομόσπονδη πολιτεία και πόλη των ΗΠΑ. Βλ. λ. Νέα Υόρκη … Dictionary of Greek
Νιου Ίνγκλαντ — (New England). Περιοχή των ΗΠΑ. Βλ. λ. Νέα Αγγλία … Dictionary of Greek
Νιου Μέξικο — (New Mexico). Πολιτεία (314.925 τ. χλμ., 1.829.146 κάτ. το 2001) των ορεινών (Mountain) ΗΠΑ. Συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και με τις ομόσπονδες Πολιτείες του Τέξας στα ΝΑ και Α, της Οκλαχόμα στα ΒΑ, του Κολοράντο στα Β και της Αριζόνας προς Δ·… … Dictionary of Greek
Νιου Μπρούνσγουικ — (New Brunswick). Επαρχία (73.440 τ. χλμ., 729.498 κάτ. το 2001) του νοτιοανατολικού Καναδά. Έχει Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Φρεντέρικτον (54.200 κάτ. το 2003) στον ποταμό Σεντ Τζον. Βρέχεται στα Α από τον κόλπο του Σεντ Λόρενς, στα Ν από τον … Dictionary of Greek
Νιου Ντιλ — (New Deal). Σύνολο μέτρων που εφάρμοσε η κυβέρνηση των ΗΠΑ για ν’ αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929. Όταν ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ ανέλαβε την προεδρία τον Μάρτιο του 1933, η οικονομική… … Dictionary of Greek
Νιου Ορλέινς — (New Orleans). Πόλη των ΗΠΑ. Βλ. λ. Νέα Ορλεάνη … Dictionary of Greek
Νιου Σάουθ Γουέιλς — (New South Wales). Πολιτεία της Αυστραλίας. Βλ. λ. Νέα Νότια Ουαλία … Dictionary of Greek
Νιου Τζέρσι — (New Jersey). Πολιτεία (20.169 τ. χλμ., 8.484.431 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ του διαμερίσματος του Μέσου Ατλαντικού. Βρέχεται στα Α και στα Ν (κόλπος Ντελαγουέρ) από τον Ατλαντικό Ωκεανό και συνορεύει με τις Πολιτείες Ντελαγουέρ και Πενσιλβάνιας στα Δ … Dictionary of Greek
Βαν Κλιφ, Λι — (Νιου Τζέρσι 1925 – Καλιφόρνια 1989). Αμερικανός ηθοποιός. Ο θρυλικός κακός της ταινίας του Σέρτζιο Λεόνε Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος (1966), έπαιξε σε περισσότερες από 85 ταινίες, αν και αυτοδίδακτος. Γεννημένος σε μια κωμόπολη του Νιου… … Dictionary of Greek
Γκαλέλα, Ρον Γκάλης, Νίκος — (Νιου Τζέρσι, ΗΠΑ 1957 –). Μπασκετμπολίστας. Γεννήθηκε από Ελληνοαμερικανούς μετανάστες στις ΗΠΑ· το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Γεωργαλής και με αυτό το όνομα ξεκίνησε να παίζει στην Ελλάδα. Έκανε τα πρώτα του βήματα στα περίφημα ανοιχτά… … Dictionary of Greek