-
1 малый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > малый
-
2 собака
ο κύωνразг. о σκύλος, το σκυλίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > собака
-
3 охотничий
охотнич||ийприл κυνηγετικός, θηρευ-τικός:\охотничийья собака ὁ κυνηγετικός σκύλος, ὁ θηρευτικός κύων, τό κυνηγόσκυλο, τό λαγωνικό· \охотничийье ружье τό κυνηγετικό ὅπλο· ◊ \охотничийьи расска́зы τά παραμύθια τών κυνηγών. -
4 пес
песм ὁ σκύλος, τό σκυλί, ὁ κύων. сторожевой \пес τό μαντρόσκυλο. -
5 собака
собак||аж ὁ σκύλος, τό σκυλί, ὁ κύων:сторожевая \собака τό μαντρόσκυλο· охотничья \собака τό κυνηγόσκυλο, τό λαγωνικό· ◊ \собака на сене οὐτε δικό μου, ὁϋτε δικό σου· уста́л как \собака ψόφησα ἀπό τήν κούραση· вот где \собака зарыта! νά ποῦ εἶναι ὁ κόμπος!· он на этом \собакау съел разг ἔχει μεγάλη πείρα σ'αύτή τή δουλειά· \собакалает \собака ветер но́сит погов. τά σκυλιά γαυγί-ζουν, τό καραβάνι περνάει.
См. также в других словарях:
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek
κύων — κύ̱ων , κύω conceive pres part act masc nom sg κύων dog masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύων σπεύδουσα τυφλὰ τίκτει. — κύων σπεύδουσα τυφλὰ τίκτει. См. Скоро хорошо не родится … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κύων ἐν φάτνη. — См. Собака на сене лежит, сама не ест и другим не дает. Κύων ἐν φάτνη. См. Собака на сене лежит, сама не ест и другим не дает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κυῶν — κύος neut gen pl (attic epic doric) κυέω bear in the womb pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύων τεύτλα οὐκ ἐσθίει. — См. Любит как собака палку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φιλοῦσιν ἀλλήλους ὥσπερ γαλῆ καὶ κύων. — См. Как кошка с собакой … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μέγας Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς Περιστεράς, Λαγωού, Μονόκερου και Πρύμνης. Ο α του Μ.Κ. ή Σείριος είναι ο λαμπρότερος απλανής σε ολόκληρο τον ουρανό με μέγεθος –1,6. Είναι διπλός, με ταίρι του… … Dictionary of Greek
Μικρός Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Μονόκερου, των Διδύμων, του Καρκίνου και της Ύδρας. Κυριότερο άστρο του είναι ο Προκύων, 8o σε σειρά λαμπρότητας σε ολόκληρο τον ουρανό. Μεσουρανεί στις… … Dictionary of Greek
κυνί — κύων dog masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνῶν — κύων dog masc/fem gen pl κυνάω play the Cynic pres part act masc voc sg κυνάω play the Cynic pres part act neut nom/voc/acc sg κυνάω play the Cynic pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κυνάω play the Cynic pres part act masc nom sg (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)