-
1 κοινότητα
[кинотита] ουσ. Θ. общностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοινότητα
-
2 общность
общность ж η κοινότητα, το κοινό* \общность интересов η κοινότητα συμφερόντων* * *жη κοινότητα, το κοινόо́бщность интере́сов — η κοινότητα συμφερόντων
-
3 община
-ы θ.1. κοινότητα•семеиная община οικογενειακή κοινότητα•
территориальная община τοπική κοινότητα•
крестьянская община αγροτική κοινότητα.
2. παλ. κοινωνία. -
4 общиость
общи́остьж ἡ κοινότητα [-ης]:\общиость интересов τά κοινά συμφέροντα, ἡ κοινότητα τῶν συμφερόντων· \общиость языка ἡ κοινότητα γλώσσας, ἡ κοινή γλώσσα -
5 общность
-и θ.κοινότητα, το κοινόν μεταξύ πολλών•общность интересов κοινότητα συμφερόντων (κοινά συμφέροντα)•
общность цели κοινός σκοπός.
-
6 общественность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общественность
-
7 общность
η κοινότητα, το κοινόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > общность
-
8 сообщество
η κοινότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сообщество
-
9 коммуна
коммунаж ἡ κοινότητα [-ης], ἡ κομμούνα:Парижская Комму́на ист. ἡ Παρισινή Κομμούνα. -
10 община
общин||аж ист. ἡ κοινότητα [-ης]. -
11 община
[οπστσίνα] ουσ. θ. κοινότητα -
12 общность
[όπστσναστ*] ουσ. θ. κοινότητα -
13 сообщество
[σαόπστσιστβα] ουσ. ο. κοινότητα -
14 община
[οπστσίνα] ουσ θ κοινότητα -
15 общность
[όπστσναστ'] ουσ θ κοινότητα -
16 сообщество
[σαόπστσιστβα] ουσ ο κοινότητα -
17 баптистский
επ.Βαπτιστικός, των βαπτιστών•-ая, община κοινότητα των βαπτιστών.
-
18 братство
-а ουδ.1. αδερφότητα, -σύνη.2. θρησκευτική κοινότητα, εταιρία•масонское братство η μασσονική εταιρία.
-
19 вольница
-ы θ.1. παλ. ανεξάρτητη κοινότητα, λαότητα.2. α. κ. θ. άνθρωπος ελεύθερος, ξέγνοιστος. -
20 единство
-а ουδ.ενότητα•единство теории и практики ενότητα θεωρίας και πράξης.
|| κοινότητα, κοινή ιδιότητα, σύμπτωση, ταυτότητα•-взглядов ταυτότητα απόψεων•
единство интерессов η σύμπτωση συμφερόντων.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοινότητα — Όρος που χρησιμοποιείται με πολλές έννοιες, συνηθέστερα ως συνώνυμος της κοινωνίας, της κοινωνικής οργάνωσης και του κοινωνικού συστήματος ή της συλλογικής δραστηριότητας. Ιστορικά καθιερώθηκε και ταυτίστηκε με την έννοια μιας ειδικής εδαφικής… … Dictionary of Greek
κοινότητα — η 1. ένωση ομοεθνών ή των κατοίκων μιας πόλης ή χωριού: Υπάρχουν πολλές ελληνικές κοινότητες στην Αμερική. 2. η κατώτερη βαθμίδα τοπικής αυτοδιοίκησης: Κατάγομαι από την κοινότητα Αροανίας Καλαβρύτων. 3. φρ., «Βουλή των Κοινοτήτων» δηλώνει το ένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινότητα — κοινότης sharing in common fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμπελακίων, κοινότητα — Κοινότητα (511 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την ομώνυμη πρώην κοινότητα, καθώς και την πρώην κοινότητα Τεμπών, η οποία καταργήθηκε. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Αμπελάκια … Dictionary of Greek
Καλαριτών, κοινότητα — Κοινότητα (223 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Καλαρίτες … Dictionary of Greek
Καλεντζίου, κοινότητα — Κοινότητα (657 κάτ.) του νομού Αχαΐας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Καλέντζι … Dictionary of Greek
Καπανδριτίου, κοινότητα — Κοινότητα (2.937 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας καιαποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε η κωμόπολη Καπανδρίτι … Dictionary of Greek
Καρυάς, κοινότητα — Κοινότητα (1.086 κάτ.) του νομού Λαρίσης που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Κρυόβρυσης και Συκαμινέας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε … Dictionary of Greek
Καρυών, κοινότητα — Κοινότητα (926 κάτ.) του νομού Λακωνίας που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και περιλαμβάνει την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Καρυές … Dictionary of Greek
Κέχρου, κοινότητα — Κοινότητα (1.558 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και περιλαμβάνει την πρώην ομώνυμη κοινότητα. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο οικισμός Κέχρος … Dictionary of Greek
Κιμώλου, κοινότητα — Κοινότητα (769 κάτ.) του νομού Κυκλάδων στο νησί Κίμωλος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και περιλαμβάνει ομώνυμο οικισμό. Στην κοινότητα υπάγονται διοικητικά και τα ακατοίκητα νησιά Άγιος Γεώργιος, Άγιος Ευστάθιος και Πολύαιγος … Dictionary of Greek