-
1 καλησπέρα
[калиспера] χαιρ. добрый вечерΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καλησπέρα
-
2 вечер
вечер м 1) βράδυ по \вечерам τα βράδια 2) (мероприятие ) η βραδιά танцевальный \вечер η χοροεσπερίδα ли тературный \вечер η φιλολογική βραδιά· у нас сегодня \вечер έχουμε βραδιά απόψε ◇ добрый \вечер! καλησπέρα! вечерний βραδινός, εσπερινός νυχτερινός \вечерее платье το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα \вечерие курсы η νυχτερινή σχολή \вечерие занятия τα νυχτερινά μαθήματα* * *м1) βράδυпо ве́чера́м — τα βράδια
2) ( мероприятие) η βραδιάтанцева́льный ве́чер — η χοροεσπερίδα
литерату́рный ве́чер — η φιλολογική βραδιά
у нас сего́дня ве́чер — έχουμε βραδιά απόψε
••до́брый ве́чер! — καλησπέρα!
-
3 день
день м η (η)μέρα нерабочий \день η μέρα αργίας будний \день η καθημερινή; рабочий η εργάσιμη μέρα - рождения η γιορτή, τα γενέθλια; каждый \день κάθε μέρα; через \день μέρα παρά μέρα; на другой \день την άλλη μέρα, την επομένη; с сегодняшнего дня από σήμερα; с завтрашнего дня από αύριο; в два часа дня στις δύο το μεσημέρι; в первой половине дня το πρωί; во второй половине дня το απόγευμα; Всемирный \день молодёжи η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας; Международный женский \день η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας; День Победы η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης ◇ изо дня в \день από τη μια μέρα στην άλλη со дня на \день από μέρα σε μέρα; на днях αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες (σ будущем)' τις προάλλες, προ ημερών (ο прошлом)' добрый \день! καλημέρα!· καλησπέρα! (во второй половине дня) деньги мн. τα χρήματα, τα λεφτά мелкие \день τα ψηλά· бумажные \день τα χαρτονομίσματα наличные* * *мη (η)μέραнерабо́чий день — η μέρα αργίας
бу́дний день — η καθημερινή
рабо́чий день — η εργάσιμη μέρα
день рожде́ния — η γιορτή, τα γενέθλια
ка́ждый день — κάθε μέρα
че́рез день — μέρα παρά μέρα
на друго́й день — την άλλη μέρα, την επομένη
с сего́дняшнего дня — από σήμερα
с за́втрашнего дня — από αύριο
в два часа́ дня — στις δύο το μεσημέρι
в пе́рвой полови́не дня — το πρωί
во второ́й полови́не дня — το απόγευμα
Всеми́рный день молодёжи — η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας
Междунаро́дный же́нский день — η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας
День Побе́ды — η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης
••изо дня́ в день — από τη μια μέρα στην άλλη
со дня на́ день — από μέρα σε μέρα
до́брый день! — καλημέρα καλησπέρα! ( во второй половине дня)
-
4 здравствуй
= здравствуйте(γεια σου (σας))!; καλημέρα! ( утром и днём); καλησπέρα! ( вечером) -
5 вечер
вечерм1. τό βράδυ, τό ἐσπέρας, ἡ ἐσπέρα, τό δείλι:добрый \вечер! καλησπέρα!· под вечер τό δειλινό, κατά τό σούρουπό с \вечера ἀποβραδίς, ἀποσπερίς· по \вечерам τά βράδυα·2. (собрание) ἡ βραδιά, ἡ ἐσπερίδα [-ίς]:литературный (музыкальный) \вечер ἡ φιλολογική (ή μουσική) βραδιά· танцевальный \вечер ἡ χοροεσπερίδα· \вечер памяти кого́-л. βραδιά ἀφιερωμένη στή μνήμη κάποιου. -
6 добрый
добр||ыйприл καλός, ἀγαθός:\добрыйые люди οἱ καλοί ἀνθρωποι· \добрый человек ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος· вы слишком \добрыйы ко мие μεγάλη ἡ καλωσύνη σας· ◊ \добрый малый καλός ἄνθρωπος, καλό παιδί, λεβεν-τόπαιδο· \добрыйое имя τό καλό ὀνομα, ἡ καλή φήμη· в \добрый час! ἡ ῶρα ἡ καλή! \добрыйое у́тро!, \добрый день! καλημέρα!· \добрый вечер! καλησπέρα (σας)!· \добрыйой но́чи! καληνύχτα!· всего́ \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή τύχη!· будьте \добрыйы! εὐαρε-στηθήτε νά!, ἐχετε τήν καλωσύνη νά!· \добрыйых три часа ὁλόκληρες τρεϊς ὠρες· чего́ \добрыйого он уедет μπορεί καί νά φύγει· \добрыйая половина τό μισό· по \добрыйой во́ле. εθελοντικά, ἐκούσια· люди \добрыйой воли οἱ ἄνθρωποι καλής θέλησης. -
7 добрый
επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•-ые люди καλοί άνθρωποι•
-ая душа καλή ψυχή•
-ое сердце καλή καρδιά•
вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•
-ые дела, καλά έργα•
-ые отношения καλές σχέσεις.
2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•-ые известия ευχάριστα νέα.
|| (για ευχές) καλός•-ое утро, добрый день καλημέρα•
-ой ночь καληνύχτα•
добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•
-го здоровья υγείαίνετε.
3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•-ая память καλή ανάμνηση•
-ое имя καλό όνομα•
-ая слава καλή φήμη.
5. ολόκληρος, πλήρης•я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.
|| πραγματικός.εκφρ.добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.
См. также в других словарях:
καλησπέρα — 1. επιφών. χαιρετισμού κατά τις βραδινές ώρες 2. ως ουσ. η καλησπέρα ο χαιρετισμός με την ευχή «καλησπέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλήν εσπέραν] … Dictionary of Greek
καλησπέρα — επιφ. χαιρετισμού σε απογευματινή (εσπερινή) συνάντηση: Καλησπέρα σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλησπερίζω — (Μ καλησπερίζω [καλησπέρα] χαιρετώ κάποιον ευχόμενος «καλησπέρα» … Dictionary of Greek
καλησπερούδια — επιφών. χαιρετισμού κατά τις βραδινές συναντήσεις που δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλησπέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλησπέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. ούδια, πληθ. τής κατάλ. ούδι (πρβλ. μαθητ ούδι, τρυφερ ούδι)] … Dictionary of Greek
Modern Greek — (Νέα) Eλληνικά (Nea) Elliniká Spoken in … Wikipedia
καλησπέρισμα — το [καλησπερίζω] ο χαιρετισμός με την ευχή «καλησπέρα» … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
καλησπέρισμα — το χαιρετισμός κατά τις απογευματινές (εσπερινές) συναντήσεις λέγοντας σε κάποιον καλησπέρα: Δε μ αρέσουν τα συχνά καλησπερίσματα αυτού του νεαρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλησπερίζω — καλησπέρισα, καλησπερίστηκα, καλησπερισμένος, χαιρετώ κάποιον λέγοντάς του καλησπέρα: Με καλησπέρισε βιαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)