-
1 Κίνα
[кина] ουσ. θ. КитайΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Κίνα
-
2 Китай
-
3 неинтересный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно; αδιάφορος, χωρίς ενδιαφέρον, μη ελκυστικός•неинтересный расскиз διήγημα χωρίς ενδιαφέρο (ανιαρό).
|| που δεν κινά το ενδιαφέρο;•неинтересный человек άνθρωπος που δεν κινά το ενδιαφέρο.
-
4 валить
валить 1валю, валишь ρ.δ.μ.1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•
валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.
|| μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.
2. ρίχνω άτακτα•валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.
3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.
εκφρ.валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.
|| καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•дом -ится το σπίτι κατάρρεει.
|| (για ζώα) ψοφώ•от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.
εκφρ.- ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).валить 2-ит, ρ.δ.1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•толпа -ит ο όχλος κινείται•
снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).
2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•-и, беги! κουνήσου, τρέχε!
βλ. ρ. ενεργ. φ. -
5 гоминдан
-а α.γκομιντάν, πολιτικό αστικό κόμμα στην Κίνα, το οποίο διαλύθηκε το 1949. -
6 хна
хны θ. κνα ή κινά.
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Κίνα — η μεγάλο κράτος της ανατολικής Ασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Μακάο — Ειδική διοικητική περιφέρεια (21 τ. χλμ., 461.833 κάτ. το 2002) της Κίνας.Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Κίνας, Δ του Χονγκ Κονγκ. Αποτελείται από μία χερσόνησο και τρία νησιά, το Κολοάνε και τα δύο νησιά Τάιπα, που βρίσκονται στα Ν της… … Dictionary of Greek
κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
Μαντζουρία — (Manchuria / Dongbei). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (786.400 τ. χλμ., περ. 106.550.000 κάτ. το 2000) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της οποίας και αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα. Σήμερα, είναι επίσης γνωστή με την ονομασία Ντονγκμπέι,… … Dictionary of Greek
βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… … Dictionary of Greek